Χρόνια Πολλά


Με αφορμή τον καλό άνθρωπο του Σετσουάν



Ανάρτηση άρθρου 1 Ιαν 2015



Αυτές τις μέρες, επεξεργάστηκα στον υπολογιστή τις ηχογραφήσεις της μικρής μου κόρης, που με επαγγελματικό ζήλο δέχθηκε να με βοηθήσει εκφωνώντας τις εισαγωγές των σκηνών στο έργο του Μπρεχτ «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν».
Το άκουσμα των οδηγιών, που της είχα δώσει, καθώς και το δεύτερο επίπεδο που κρύβει η αξιοποίηση μιας παιδικής φωνής, μου έφεραν την διάθεση να γράψω μερικές σκέψεις μου για αυτό το έργο και να τις μοιραστώ με τους αναγνώστες.
Στο ερώτημα αν σκηνοθετώ την παράσταση αυτή, δεν είμαι σίγουρος πως το ρήμα «σκηνοθετώ» αντιπροσωπεύει την «ματιά» που έχω για τον ορισμό τούτης της θεατρικής λειτουργίας. Στο δικό μου μυαλό η σκηνοθεσία, δεν έχει χαρακτηριστικά προσωποπαγούς ιδιότητας, που χρησιμοποιείται συνήθως ως ταυτότητα προσώπων.  Περισσότερο δόκιμος όρος, αντί της σκηνοθεσίας, νομίζω πως είναι η «διδαχή». Διδάσκουμε λοιπόν, όταν έχουμε «κάτι» να πούμε και ποτέ ως παγιωμένη ιδιότητα αναμάσησης πληροφοριών που γυρίζουν γύρω μας.
Ίσως σε μια επέκταση της σκέψης μου, τα σχολειά να έχουν κατά κανόνα «εκπαιδευτές» και σε κάποιες λαμπρές περιπτώσεις να ξεπηδούν ανάμεσά τους οι εξαίρετοι Δάσκαλοι.  Η διδαχή, είναι μια περίπλοκη διαδικασία αμφίδρομης εξέλιξης μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτή και σαφώς διαθέτει μυσταγωγία ερωτική. Θα έλεγα χαριτολογώντας, ότι σαν γίνει επάγγελμα και παγιωμένη λειτουργία η ερωτική προσέγγιση στη ζωή μας, τότε φοβούμαι ότι οδηγούνται σε άλλες ονομασίες αυτές οι δράσεις της ζωής μας…
Για όσους δεν γνωρίζουν την υπόθεση αυτού του σπουδαίου έργου του Γερμανού Στοχαστή, που τον απασχόλησε η γραφή του δυο χρόνια μέχρι το 1940, θα γράψω λίγα λόγια που περιγράφουν την μυθοπλασία του συγγραφέα.
Όπως λοιπόν οι μεγάλοι Έλληνες τραγικοί Ποιητές, που μετέφεραν σε θεατρικό λόγο στο θέατρο του Διονύσου της Αθήνας γεγονότα από τους μύθους οικογενειών των Μυκηνών ή της Θήβας, έτσι και ο Μπρεχτ μας ταξιδεύει σε ένα φανταστικό περιβάλλον μιας Κινεζικής επαρχίας που ονομάζεται Σετσουάν.
Ο μύθος θέλει να βρίσκονται τρεις θεοί πεζοπόροι σε αυτή την μακρινή χώρα, με στόχο ταξιδιού να βρουν καλούς ανθρώπους που τηρούν το «γράμμα» των εντολών που έχουν δώσει εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Όμως δεν βρίσκουν κανένα στις περιπλανήσεις τους στις επαρχίες, ώσπου φτάνουν στο φτωχικό Σετσουάν.  Εκεί μια πόρνη θα τους δεχτεί στο κατάλυμά της για να κοιμηθούν μια και είναι κατάκοποι. Θεωρούν μπροστά στην έλλειψη φιλοξενίας των υπολοίπων μεγάλη καλοσύνη την πράξη αυτή και σε αντάλλαγμα της προσφέρουν χρήματα για να φτιάξει τη ζωή της.
Το μικρό καπνοπωλείο που αγοράζει από μια πρώην νοικάρισσα, αντί για καλύτερη ζωή της εμφανίζει ένα σωρό προβλήματα από την ασφυκτική «καλή πρόθεση» που έχουν οι γύρω άνθρωποι, προσπαθώντας να βολέψουν τον εαυτό τους και τις ανάγκες τους, εκμεταλλευόμενοι τα λίγα υπάρχοντα της τυχερής νέας επαγγελματία.
Όλοι οι χαρακτήρες που συναντούμε γύρω μας, αλλά και μέσα στη σκέψη μας, παρελαύνουν από την ζωή της Σεντέ, με αποκορύφωμα τις αλλεπάλληλες προδοσίες που υφίσταται από τον αεροπόρο που αγάπησε στη ζωή της.  Ένας κόσμος πιεστικός που διεκδικεί την ικανοποίηση της ατομικής του ανάγκης, γίνεται βρόγχος στην ηρωίδα που διάλεξε να υπηρετήσει το καλό όπως της είπαν οι Θεοί.
Σε αντιστάθμισμα της αδυναμίας της, μέσα από λεκτικό χαριτολόγημα υπόδειξης συμπεριφοράς, της  προσφέρουν μια ιδέα οι φορτικοί επισκέπτες της. 
Της προτείνουν να αποφεύγει να είναι καλή, λέγοντας πως δεν είναι δικό της το μαγαζί, αλλά ενός άλλου συγγενή. Εφευρίσκει λοιπόν και μεταμορφώνεται σε ένα υποθετικό ξάδερφο, που με την ψυχρή υπεράσπιση των συμφερόντων του,  κατορθώνει και απομακρύνει κάθε επαίτη, αλλά ακόμη  περισσότερο να μεγαλουργήσει αργότερα και επαγγελματικά. Αποκτά λοιπόν ένα καπνεργοστάσιο, εκμεταλλευόμενος τους πόθους ενός πλουσίου επιχειρηματία για την ξαδέρφη του.
Η εγκυμοσύνη όμως από την ατυχή συνεύρεσή της με τον αεροπόρο, είναι ένα επιπρόσθετο πρόβλημα στις δράσεις της ως μεταμορφωμένος ξάδερφος.
Τέλος μέσα από την εξέλιξη του μύθου, η υπόνοια του κόσμου ότι ο κραταιός ξάδερφος έχει κάνει κάποιο κακό στην Σεντέ, που όλοι την συμπαθούν γιατί τους φροντίζει με την καλοσύνη της, τον οδηγεί στο δικαστήριο προς διαλεύκανση του μυστηρίου.
Ο Μπρέχτ βάζοντας μια υπέροχη ομολογία στα χείλη του διπλού ανδρόγυνου ήρωά του, κατορθώνει να θέσει φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με την ουσία της ζωής και τις περίεργες και κατά κόρον χρησιμοποιούμενες  αντιθετικές έννοιες του καλού και του κακού.
Είναι λοιπόν ένα παραμύθι, που ο καθένας μας μπορεί να το «διαβάσει» με τα μάτια των ερμηνειών που επιλέγει για τον κόσμο, την ζωή του και τις θεωρίες που εξυπηρετεί η σκέψη του. 
Για κάποιους η ουσία του έργου θα μπορούσε να είναι η πάλη του καλού και του κακού.  Ακόμη κάποιοι άλλοι θα έβλεπαν πως η ιστορία  περιγράφει την αδυναμία μας να φτιάξουμε ένα κόσμο ειρήνης και συνεργασίας και αλληλεγγύης, μέσα από τις θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις.
Τελικά θα μπορούσε να είναι η ουσία αυτού του μύθου, η κάθε θεωρία και σκέψη που κατοικεί φιλοσοφικά και πολιτικά στη σκέψη μας. Άλλωστε αυτό μας ζητά στο τέλος ο συγγραφέας, αποφεύγοντας να δώσει λύση στο μύθο και την προσωπική του ερμηνεία για τον κόσμο που θα ήθελε να υπάρχει.
Κράτησα λοιπόν την αίσθηση ευθύνης που προτείνει ο συγγραφέας  στην οπτική ερμηνείας του έργου, «βλέποντας» εμάς -την κοινωνία-  σαν «παιδιά». Δηλαδή θεατές που αξίζει να ερμηνεύσουμε το μύθο του και τον εαυτό μας, βλέποντας ότι μέσα από την καλή πρόθεση της ατομικής μας ιδιωτείας, παράγουμε πόνο και δυστυχία γύρω μας. 
Όταν σήκωσα το κείμενο στα χέρια μου για άλλη μια φορά, μετά από πολλαπλές αναγνώσεις, πριν ξεκινήσω το ταξίδι της ερωτικής όσμωσης με τους ηθοποιούς, έγραψα ένα υπότιτλο που συμπυκνώνει όλα όσα κρίνω ότι μου διδάσκει η γραφή του Μπρέχτ.
Έγραψα λοιπόν,  την φράση : Η ιστορία της ανθρώπινης Ανάγκης.
Εμείς οι ενήλικες, είμαστε παιδιά που έχουν ρυτίδες, βαμμένα μαλλιά, ταξιδεύουμε, ερωτευόμαστε, μισούμε και κάνουμε με απίθανη προβλεψιμότητα όλα όσα θεωρούμε νόρμες συμπεριφοράς της εποχής μας. Στην ουσία οι άνθρωποι έχουμε εκπαιδευτεί να φαινόμαστε ως μεγάλοι, αλλά στερούμαστε φιλοσοφικής παιδείας που οδηγεί το παιδί σε ενήλικα. Λειτουργούμε σαν πεισματάρικα παιδιά με λογικές και ιδεολογήματα που αλλάζουν μέσα στο λεπτό, ανάλογα το βαθμό ικανοποίησης των ατομικών συμφερόντων μας. Έτσι το «ου φονεύσεις» γίνεται συμμετοχή σε Σταυροφορίες βίας, ή αντίστοιχα το «αγάπα τον πλησίον σου», γίνεται λυσσαλέα επίθεση στον αντίπαλο που δεν μας απειλεί με άμεσο τρόπο, αλλά η εικόνα του ερμηνεύεται μέσα από ιδεολογικές αντιθέσεις.   Ο άνθρωπος που λειτουργούσε γραφειοκρατικά στο Άουσβιτς, άκουγε στο σπίτι του κλασσική μουσική, ένιωθε σίγουρα αγάπη για τα παιδιά του, και γιατί όχι, να έδινε τρυφερά χάδια στο κατοικίδιό του. Την ίδια ώρα όμως θεωρούσε «δουλειά» την εξυπηρέτηση της πρακτικής θανάτου ανθρώπων στα κρεματόρια.
Μη νομίζεις αναγνώστη μου ότι έχει διαφορά εκείνη η εποχή από την σημερινή. Ο εφοριακός υπάλληλος, ο τραπεζιτικός, ο ιδιωτικός και κάθε άλλος που στο όνομα της επιβίωσής του δέχεται να σκοτώνονται άνθρωποι από την νόρμα της πρακτικής της εργασίας του, δεν είναι λιγότερο απενοχοποιημένος από τον Γερμανό γραφειοκράτη της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Παιδιά χωρίς ψυχή είναι οι εκπαιδευμένοι άνθρωποι από τα συστήματα, έστω κι΄ αν χρησιμοποιούν λόγο ενηλίκων.
Αυτά τα κοπάδια παιδιών με μορφή ενήλικα, δημιουργούν τους παγκόσμιους πολέμους, τις κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις, το αίμα και την βία στον Πλανήτη. Αυτές οι λογικές φτιάχνουν εξουσιαστές πάνω σε ανθρώπους, αλλά θεούς και θρησκείες, που περιλαμβάνουν στις οδηγίες πίστης τους ανεφάρμοστες εντολές. 
Ίσως το έργο να μιλά μέσα απ’ τον μύθο αυτό, για την απόσταση που έχει η γνώση των λεγόμενων προσωκρατικών φιλοσόφων, σε σχέση με την ερμηνεία του κόσμου που επέλεξε να δώσει φιλοσοφικά η Ρώμη, ο Μεσαίωνας, ο Καπιταλισμός σε όλες τις εκφάνσεις του, μέχρι το δικό μας σήμερα της προσωπικής και πολιτικής μας καθημερινότητας, στο οποίο ως ταξιδιώτες του, νιώθουμε την πτωτική ηθική πορεία ενός παράλογου πολιτισμού.
Αλλάζει ο κόσμος…
Το διαβάζω την σύγχρονη φυσική και τις εξελίξεις που δεν τολμά η κοινωνία να τις κατανοήσει στην καθημερινότητά της.  Ίσως αυτό ψυχανεμίστηκε και ο Μπρεχτ τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1940, αφήνοντας τις σκέψεις του παρακαταθήκη στους ανθρώπους του μέλλοντος.
Αλλάζει ο κόσμος και οφείλουμε να αλλάξουμε τις ερμηνείες για ότι θεωρούμε υλικό και ότι νιώθουμε Ανάγκη.   Ένας χαμένος κόσμος της Δωρικής σκέψης, μας περιμένει ως μονόδρομος, απέναντι στο αίμα που αναπαράγουν οι «καλές προθέσεις» των συμφερόντων μας.
Περιμένουν τα νοήματα να αλλάξουν περιεχόμενο…
Όταν το «συμφέρον» αρχίσει να ερμηνεύεται ως κουβάλημα λύσης εκ του σύνεγγυς, ίσως τότε να μπορούμε να χωρούμε ο ένας στη θέση του άλλου που ζητά ικανοποίηση των αναγκών του. Μιλώ για την ουσιαστική σχέση της «συγχώρεσης» που ως νόημα έχει τόσο παρερμηνευθεί από θρησκείες και υπεροπτικούς εξουσιαστές.
Ας ονομάσουμε Τέχνη τελικά ότι μας φέρνει στα όρια της αδυναμίας μας για να δούμε πέρα από τις γνώριμες τεχνικές των βεβαιωμένων δυνατοτήτων μας.
Ας δούμε λοιπόν και το έργο αυτό πέρα από τις λογικές των αντιπαλοτήτων που γεννούν τα συστήματα. Ας ερευνήσουμε την αιτία που παράγει και νομιμοποιεί την αδυναμία μας να υπάρξουμε οι άνθρωποι μέσα από σύνθεση, ξεχνώντας το υποκριτικό καλό και κακό που εξυπηρετεί την χαμηλή κοινωνικά ή την γεμάτη με γνώσεις ιδιωτεία μας.