Ξεκινώντας να διαβάζουμε τους "Αχαρνής"







Σε εκείνα τα Λήναια, που γιορτάστηκαν στην ταλαίπωρη Αθήνα του 425 π.Χ, ο Αριστοφάνης ήταν είκοσι χρονών παλληκάρι. Ο νέος ποιητής από τον δήμο Κυδαθηναίων, είχε φουντώσει από την ταλαιπωρία του πολέμου με τους Σπαρτιάτες. Είχαν περάσει, οι δύσμοιροι Αθηναίοι, επτά χρόνια καταστροφών τα οποία είχαν ρημάξει την ύπαιθρο χώρα τους και είχαν στερηθεί τα καλά της ευζωίας τους. Έτσι σκέφτηκε να σκαρώσει και να διδάξει ένα έργο, μια διαμαρτυρία υπό την μορφή κωμωδίας, που το ονόμασε Αχαρνής. Διεκδίκησε το βραβείο και πράγματι το κέρδισε γιατί, τότε, η τέχνη δεν έφτιαχνε απλώς το κέφι του κόσμου, αλλά μέσα από αυτήν έβαζε στους πολίτες, με κέφι ή με λύπη, ερωτήματα πολιτικής σκέψης.  Παρ’ όλο που το θέατρο ήταν θέαμα της ημέρας και παιζόταν το πρωί, δεν είχε την παραμικρή σχέση με τα σημερινά τηλεοπτικά πρωϊνάδικα.
Η ζωή στην πόλη της Παλλάδας και τότε ήταν ταιριαστή με την σημερινή. Τεχνολογικά μπορεί να μην είχαν κινητά τηλέφωνα, αεροπορικές εταιρείες, ασφαλιστικούς πράκτορες και άλλα καλά της εποχής μας, όμως διέθετε η κοινωνία τους φρυκτωρίες για άμεση ενημέρωση, αμαξιτούς δρόμους, αστυνομία από τοξότες Σκύθες που τους πλήρωνε η δημοκρατία, βουλευτές που κοιτούσαν την βολή τους και σίγουρα αντιπροσώπους σε ξένες χώρες που έτρωγαν και έπιναν αφού πλήρωναν τα κορόιδα στην Αθήνα και οι σύμμαχοι από τους φόρους. Οι πρεσβευτές ήταν, κάτι ας πούμε, σαν κι αυτούς που πηγαίνουν σήμερα βουλευτές στις Βρυξέλλες και βγάζουν φωτογραφίες στο φέισμπουκ προβάλλοντας την ευζωία τους. Αυτές οι συμπεριφορές είχαν ενοχλήσει τον Αριστοφάνη και το μάθαμε επειδή μας άφησε τις σκέψεις του στο θεατρικό κείμενο που ευτυχώς έφτασε στην εποχή μας μέσα από αντιγραφές.
Θα μου πει κάποιος, παλιά πράγματα ρε παιδί μου τι μας νοιάζουν τώρα;  Σίγουρα θα έχει δίκιο γιατί ποτέ σε έναν ηλίθιο δεν τολμάς να του πεις πως έχει άδικο. Ο όχλος που κουβαλά ατράνταχτες βεβαιότητες για τα πιστεύω του, είναι πάντα επικίνδυνος. Για όσους όμως ψάχνουν τις αντιστοιχίες των εποχών θα ήθελα να αναφέρω πως:
Σήμερα, εμείς οι απόγονοι των αντιηρώων εκείνης της εποχής, ως μια χώρα για γέλια, ζητάμε χρήματα, προστασία και ταυτότητα, από τους διεθνείς τραπεζικούς τοκογλύφους, υποθηκεύοντας εμπράγματα σε αυτούς γη και ύδωρ ακόμη και τις ζωές των παιδιών των παιδιών μας. Δυστυχώς και τότε ήταν το ίδιο ζήτουλες οι Έλληνες, αλλά υπήρχαν κάποιες διαφορές. Η διαφορετικότητα, έγκειται στο ότι οι τότε δανειστές, που ήσαν οι Πέρσες, χάριζαν τους χρυσούς δαρεικούς για να βγάζουν τα μάτια τους μεταξύ τους οι Έλληνες, ενώ σήμερα σου δανείζουν μονάδες χρήματος, σε βάζουν να αγοράσεις αυτές ό,τι θέλουν, που σου το πουλάνε πανάκριβα, και στο τέλος σου παίρνουν το αρχικό κεφάλαιο σε δεκαπλάσια αξία. Αυτό είναι μια πραγματική εξέλιξη της καταδυνάστευσης των ηλιθίων.

Αν τώρα παρεξηγηθεί κάποιος, για το παρελθόν, επειδή νιώθει ως Έλλην διαφορετικός θα ρωτήσει:  Μα γινόντουσαν αυτά;
Μπορεί να νιώθει τον ελληνισμό στα κύτταρά του και να καμαρώνει για το γονίδιο της φυλής που κουβαλά από τότε μέχρι σήμερα αναλλοίωτο, αλλά θα τον στεναχωρήσω. Η ιστορία έχει κακά μαντάτα για αυτόν. Τι να πρώτο-αναφέρω από τα κακά μαντάτα της ιστορίας; (Μιλώ πάντα για την εποχή που γράφηκε το έργο του Αριστοφάνη). Να πω για τον Ανταλκίδα και την ειρήνη του, την φαγωμάρα των πόλεων;  Ίσως θα πληγώσω κάποιους σαν αναφέρω το καμάρι του Θηβαίου Πελοπίδα κατά την ακρόασή του μπροστά στον Αρταξέρξη, (την χρονιά που πέθανε ο Αριστοφάνης) όταν του είπε πως εμείς είμαστε σύμμαχοί σας και πάντα ήμασταν μαζί σας. Ναι δυστυχώς αυτό ήταν αλήθεια που του είπε. Οι Θηβαίοι πολέμησαν τους Έλληνες στις Πλαταιές με το μέρος των Περσών. Όταν έχουμε επιλεκτική γνώση άρα και μνήμη, που σταματά στις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, δικαίως σήμερα υπάρχει στις κοινωνίες όπως η νέο- ελληνική ο δημοκρατικός εξανδραποδισμός. 

Με όλα αυτά στην σκέψη, έχουμε αρχίσει να διαβάζουμε το έργο που βραβεύτηκε στα Λήναια τον έβδομο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου.
Αυτοί που υπηρετούν το θέατρο χωρίς αμοιβή, που το ονομάζουμε αλλιώς και ερασιτεχνικό, έχουν μεγαλύτερη ευθύνη να προετοιμάζουν επαγγελματικά τις απαντήσεις στο ερώτημα, γιατί κάνουμε θέατρο.
Τα υπόλοιπα για τους «Αχαρνής» θα προκύψουν μέσα από το ξόρκι που χρησιμοποιούν οι συνειδητοί άνθρωποι της Τέχνης, σαν δουλεύουν. Δεν είναι κανένα άλλο από τις τρεις ίδιες λέξεις που η κάθε επόμενη είναι πιο δύσκολη από την προηγούμενη.
«Δουλειά, δουλειά, δουλειά!»
Κ.Ζ


Υ.Γ
Την εικόνα του Παρθενώνα την πήρα με σημειολογική διάθεση από ένα Περσικό ηλεκτρονικό χώρο, επειδή μαζί με τον Ελληνικό πολιτισμό τα μνημεία που δημιουργήθηκαν κατά το παρελθόν, ανήκουν ανεπιστρεπτί σε μια εποχή που σήμερα έχει βεβηλωθεί από τον οικονομικό και θρησκευτικό βαρβαρισμό της σύγχρονης κοινωνίας.