Ήρθα αργά να πω τα νέα.

 

 

Θέλω να σας γράψω για την αίσθηση που ένιωσα πριν λίγες ημέρες, επισκεπτόμενος μια πολύ παλιά χωμάτινη αυλή στην Αθήνα, που μέσα της μοιράστηκαν γενιές ανθρώπων τη ζωή.  Η οικογενειακή επιχείρηση της αυλής στα παμπάλαια πλίθινα ντουβάρια της κρατούσε συγγενείς τριγύρω, σε σπίτια  ξεχασμένα στο χρόνο της ιστορίας.    Πήγα με τη λαχτάρα να συναντήσω τον χαμογελαστό ξυλουργό που κάποτε είχα συνεργαστεί μαζί του φτιάχνοντας ένα σκηνικό θεάτρου.  Θυμάμαι καθώς ήμουν συνηθισμένος στον πολιτισμό των μαστόρων του παρελθόντος, πως είχαμε τότε μοιραστεί πέρα από τα καφεδάκια, κρύες μπύρες αλλά και μεζεδάκια πάνω στα ξύλα σε διαλείμματα της δουλειάς με φίλους  που μας επισκέπτονταν. Θυμάμαι πως στα γύρω οικήματα έμεναν συγγενείς του. Η μάνα του στο παλιό σπίτι με το κατώγι, δίπλα στην χωρίς πόρτα είσοδο της αυλής. Μια θειά του έμενε στο βάθος της μακρόστενης αυλής, σε ένα άλλο παμπάλαιο σπίτι. Εκείνη η θεία, είχε φέρει ωραίο γλυκό στην μικρή μου τότε κόρη, κρατώντας το σε ένα πιάτο μπροστά από το χαμόγελό της. Τώρα που πήγαινα, πίστευα πως θα βρω τον μάστορα που είχα γνωρίσει  και κάποιους από τους ενοίκους της παλιάς αυλής.  Έψαχνα στο νου μου να  βρω τον τρόπο να  του πω ότι μετά από τόσα χρόνια που είχαν περάσει, η άχρονη αυλή που ζούσαν είχε μείνει ζωντανή στην μνήμη μου  και πως είχα αποφασίσει να μείνει για πάντα ζωντανή όσα χρόνια κι αν περάσουν μέσα από την τέχνη της γραφής.  

Αντί αυτού βρήκα μια αυλή εγκαταλελειμμένη, το υπόστεγο ρημάδι, το ξυλουργείο γεμάτο σκουπίδια σε τοίχους έτοιμους να σωριαστούν και τα σπίτια γύρω έρημα από την ανθρώπινη ζεστασιά.  Σήκωσα το κινητό μου τηλέφωνο και τράβηξα μερικές φωτογραφίες στο νεκρό από ζωή τοπίο.  Στην αυλή ήταν μερικά αυτοκίνητα παρκαρισμένα από γειτονικές επιχειρήσεις. Είμαι σίγουρος πως οι οδηγοί θα χαίρονταν για την αναβάθμιση της περιοχής, αν μια μπουλντόζα τα έριχνε όλα και έκανε περισσότερο χώρο για πάρκινγκ .

Σημασία έχει πως δεν βρήκα τον ξυλουργό. Ήθελα να του πω πως μαζί με την Λαψάτη κατορθώσαμε η αυλή και το ξυλουργείο του να γίνουν βιβλίο και πριν  φτάσει στο στάδιο της διόρθωσης για έκδοση, μετατράπηκε σε τηλεοπτικό σενάριο. Τα λόγια του έργου μαζί με την αυλή,  νοιώθαμε πως ήθελαν και  μας πίεζαν να γίνουν πιο γρήγορα από το βιβλίο εικόνα. Ήθελα να του πω πως το σπίτι που γεννήθηκε θα το διαβάσουν και θα το δουν πάρα πολλοί, έστω κι αν η ιστορία που δημιουργήσαμε δεν είναι η ζωή του. Ήθελα να ξέρει πως οι αξίες μαζί με τις αδυναμίες που έχουμε όλοι οι άνθρωποι,  ήταν καλά κρυμμένες στα λόγια που διαλέξαμε να μπουν στο χαρτί.  Θέλαμε να κάνουμε την αυλή του σπιτιού του ξακουστή  βάζοντας μέσα της τα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας μας. Το καταφέραμε.

Αυτή ήταν η αίσθησή μου για τον θάνατο της ζωής που αντίκρισα στην αυλή,  ενώ πήγαινα τα μαντάτα πως μέσα από την τέχνη θα την κάνουμε να ζήσει.  Ήρθα αργά, ή όλα έγιναν έτσι όπως έπρεπε να γίνουν; Κανείς δεν θα μπορέσει να μου απαντήσει όσο αναπνέει...

Κλείνοντας θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη για την αδυναμία μου να αναφέρω περισσότερα, σ’ αυτόν τον δημόσιο λόγο μου, για την νέα συν δημιουργία μας με την Λαψάτη. Το μόνο που μπορώ να μοιραστώ, κλέβοντας μια παράγραφο από το εισηγητικό σημείωμα κατάθεσης της τηλεοπτικής πρότασης είναι η ακόλουθη:

… Ας μη γελιόμαστε, έτσι ακριβώς είναι και η κοινωνία μας. Είμαστε μια εγωκεντρική παραβατική αγέλη ατομικών συμφερόντων, που στο τέλος κατορθώνουμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως είμαστε μια συγκροτημένη κοινωνία με αρχές και όραμα.  

Ο Βάρναλης είχε γράψει κάποτε πως  η κοροϊδία είναι η γελούμενη όψη της αλήθειας.  Πιστοί σε αυτή τη διαπίστωση του ποιητή ξετυλίγουμε στη συνέχεια τον μύθο της τηλεοπτικής σειράς «------------», και ευελπιστούμε να σας πείσει πως θα αγαπηθεί από τους τηλεθεατές γιατί πολύ απλά εμείς οι άνθρωποι αγαπάμε τις καταστάσεις και τα πρόσωπα που ως οικεία μάς μοιάζουν.

Κ.Ζ