Προσωρινή εκταφή της μνήμης
Την Δεκάτη Τρίτη ημέρα του Δεκεμβρίου, ή άλλως φθίνοντος του Ποσειδεώνος, τα βήματά μου κάτω από ένα καθάριο Ήλιο, με έφεραν στο λιμάνι του Πειραιά.
Καιρό τώρα στον Πειραιά γίνεται, λόγω των έργων για το τραμ, εκταφή της μνήμης των ανθρώπων που έζησαν πλέον των δύο χιλιάδων χρόνων σε αυτό το έδαφος που σήμερα πατάμε.
Η περιέργεια των απλών ανθρώπων, ονομάζει την άγνωστη γι αυτούς ιστορία, «τα αρχαία». Συνήθως οι οδηγοί δυσαρεστούνται από την καθυστέρηση και τις εκτροπές της πορείας τους από αυτές τις “άσκοπες” εργασίες. Σε άλλη περίπτωση που βαδίζουν δίπλα στις εργασίες αυτές, ένα άδειο από σκέψεις βλέμμα βλέπεις επάνω τους σαν κοιτούν την εκταφή της μνήμης. Κάποιοι ίσως σκέφτονται πως φέρνει καθυστέρηση στην "πρόοδο" αυτή η σχολαστική καταγραφή των ευρημάτων που έρχονται στο φως. Το χειρότερο όμως είναι πως δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τέτοιες "μοντέρνες" σκέψεις, γιατί στην εποχή μας, η "γνώμη" είναι μια παρεξηγημένη έννοια η οποία μπορεί να χωράει μέσα στην άγνοια κι μέσω αυτής, προάγεται δια μέσου της “ισότητας”, η Δημοκρατία των ανθρώπων.
Ίδιος με του σύγχρονούς μου και εγώ, περπάτησα δίπλα σε όσους εργάζονταν. Τα ολοκαίνουργα υλικά της τεχνολογίας, περίμεναν δίπλα μου υπομονετικά την σειρά τους να συνεχίσουν να απλώνονται πάνω από τον ξεχασμένο κόσμο, μόλις οι αρχαιολόγοι με τους εργάτες τελειώσουν την καταγραφή των ευρημάτων. Ένας εργάτης με το χαρακτηριστικό ξέστρο των ανασκαφών, ανασκάλευε τα χώματα που είχαν αποθέσει ως μπάζα δίπλα στο όρυγμα. Κάθε τόσο άπλωνε σαν τσιμπίδα τον δείκτη με τον αντίχειρά του και σήκωνε ένα νόμισμα. Το φυσούσε και το έβαζε μέσα στην άλλη ελεύθερη χούφτα του. Πιο δίπλα πίσω από ένα σκέπαστρο μια κοπέλα σχεδίαζε καθισμένη.
Σκέφτηκα πως αυτό το σημείο, ήταν το όριο της θάλασσας με την ξηρά του λιμανιού. Αυτό το τείχος της προβλήτας ήταν, τότε,το όριο της επικράτειας του Ποσειδώνα με τα εδάφη της Πολιούχου Αθηνάς. Πάνω από αυτό το όριο, ταξίδεψαν αμέτρητοι άνθρωποι τις ανάγκες και τις επιθυμίες της ζωής τους, από και προς τα ποντοπόρα πλοία.
Αμέσως μου ήρθε στο νου μια ιστορία, για ένα Αθηναίο, που βιαστικά ανέβαινε τελευταία στιγμή στο σκάφος, έχοντας αγωνία αν είχαν φορτωθεί σωστά τα εμπορεύματά του. Τα νομίσματα που του είχε δώσει πριν λίγο ο φίλος του, για να φορτώσει από την Σάμο καλό κρασί για το σπίτι του, πάνω στον δρασκελισμό λύθηκαν από το πρόχειρο δέσιμο στη ζώνη του και έπεσαν μέσα στο νερό. Οι προσταγές του καπετάνιου για γρήγορη επιβίβαση, έκαναν τον άτυχο επιβάτη να αφήσει το δερμάτινο πουγκί με τα νομίσματα για αιώνες δίπλα στο πετρόχτιστο όριο. Έτσι αυτή η μικρή στιγμή κρατήθηκε για πάντα ζωντανή μα και χαμένη από την καταγεγραμμένη μνήμη της ιστορίας.
Κάπως έτσι έφτιαξα μέσα στο μυαλό μου αυτό το ψέμα, γιατί δεν έχω απαντήσει στο ερώτημα, αν η φαντασία που φέρνει κοντά στην συναίσθησή μας τις ανάγκες των ανθρώπων του παρελθόντος, είναι προτιμότερη από την επικρατούσα συνήθεια, που αδιαφορεί για τα πάντα ορίζοντας ως ζωή της απραξία της σκέψης.
Σήμερα, ένας εργάτης ντυμένος με διαφορετικό τρόπο από εκείνους της εποχής που είχαν κρατήσει τόσους αιώνες πριν τα νομίσματα, ερχόταν σε επαφή με την ιστορία. Ήμουν σίγουρος όμως πως δεν ένιωθε, καθώς τον παρατηρούσα, αυτό που του συνέβαινε. Μου φάνηκε πως είχε την σιγουριά μέσα στη σκέψη του, πως κάνει "δουλειά", δηλαδή ενεργούσε σε εντολές χωρίς την προστακτική της γνώσης που μας λέει για κάθε ενέργεια "Χάρου την!".
Η μεγαλύτερη κατάρα των ανθρώπων είναι πως δεν νιώθουμε τίποτα έξω από όσα μας έχει πείσει ο εαυτός μας πως είναι αλήθεια και πως μόνο αυτά εξυπηρετούν το συμφέρον μας. Σε ποιόν ανήκαν αυτά τα χρήματα; Σ' αυτόν που τα έχασε τότε, στον εργάτη που τα βρήκε σήμερα, στην υπηρεσία που τον πρόσταξε να ψάξει, ή μήπως στην Πολιτεία που εκχωρεί τον πλούτο της στους σύγχρονους Κέλτες που κατοικούν στον σημερινό βορρά;
Ποιος θα έκρινε την ιδιοκτησία αυτών των ευρημάτων;
Υπάρχει ιδιοκτησία στην ύλη; Ή μήπως αυτό που μας ανήκει είναι η “σκυτάλη” του ήθους που χαρακτηρίζει και την συνέχεια της ταυτότητας που κρατάμε στις λέξεις της γλώσσας μας; Δηλαδή οι μικρές ομόγλωσσες ιστορίες;
Όπως φαγώνονταν οι κάτοικοι της Αθήνας μετά τους νόμους του Σόλωνα, ακόμη και σήμερα πιστεύουν κάποιοι πως τους ανήκει αυτό που τους περιέχει, δηλαδή η ίδια η Γη. Ακόμα κάποιοι νομίζουν πως τους ανήκουν τα ίδια τους τα παιδιά. Δύσκολες σκέψεις για την αφροσύνη της εποχής μας.
Πάντως το τείχος ήταν δίπλα και κάτω από τα πόδια μου, σιωπηλό και κυρίαρχο…
Τράβηξα μερικές φωτογραφίες με το κινητό μου και γύρισα την πλάτη για να γίνω όμοιος με όλους και να χαθώ μέσα στις ανάγκες μου. Περπάτησα σιωπηλός, υπομονετικός και πλήρης από την χαρμολύπη που φέρει η ήρεμη σκέψη.
Ήμουν παρών, για λίγο, σε αυτήν την προσωρινή εκταφή της μνήμης, πριν την επόμενη αιώνια λήθη της κάτω από τον "πολιτισμό" των επόμενων ανθρώπων.
Κ.Ζ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)