Ευχές για την νέα χρονιά

 

 



Χρόνια πολλά !!! 
 
Η φωτογραφία που διάλεξα να συνοδεύει αυτή την ευχετήρια ανάρτηση του βίντεο, είναι από το έργο Spirited Away του Χαγιάο Μιγιαζάκι. Πληροφοριακά, η ταινία είχε 18 εκατομμύρια προϋπολογισμό και έβγαλε κέρδος σχεδόν 400 εκατομμύρια. Για να ξέρουμε τι σημαίνει καλή τέχνη και όραμα όταν την παράγουμε… 
 
Στις 10 Φεβρουαρίου λοιπόν, στην αρχέγονη Ανατολή μπαίνει Χρονιά του Δράκου. 
 
Εύχομαι σε όσους θέλουν να αλλάζουν τον εαυτό τους και όχι τους άλλους, να πάρουν από τα δώρα που φέρνει μαζί του ο δράκος όσα μπορούν να σηκώσουν.
Εύχομαι να έχουν…
Αφθονία όσοι δούλεψαν πολύ.
Εξέλιξη σε όσους βλέπουν τον εαυτό τους.
Βελτίωση σε αυτούς που συνειδητοποιούν πού βρίσκονται.
Θεμέλιο ευτυχίας σε όσους μπορούν να την ονειρεύονται.
Ευγένεια ζωής σ’ εκείνους που είναι πιο δυνατοί από την βία.
Τιμή σε όσους μπορούν να έχουν αρχές.
Καλοτυχία σε εκείνους που έχουν αγαθή ψυχή.
Και τέλος, νέα ξεκινήματα ζωής σε αυτούς που είναι έτοιμοι να τα περπατήσουν.
 
Φίλοι μου, Ας είναι ευτυχισμένο το νέο έτος !!!
 
 
 
 
 
 Οι ευχές του άνω κειμένου και σε ηχητικό μήνυμα
για τους φίλους που στερούνται την όραση

 

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ "ΑΛΛΙΩΣ" ΤΟΝ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΑΣ

 

 

Φωτογραφία από την ικεσία του Χρύση στην Ιλιάδα της Κάρμεν Ρουγγέρη στο Christmas Theater το 2023, με ηθοποιούς στα δώρα την Χριστίνα Σταύρου και την Χαρούλα Παναγοπούλου και στην ικεσία τον Κώστα Ζωγραφόπουλο.

 

Ας θυμηθούμε την  ιστορία του Χρύση στην Ιλιάδα του Ομήρου μέσα από μια αστεία διάθεση σχολιασμού, αν και ο λόγος που γράφεται αυτό το άρθρο στοχεύει να μας ξεβολέψει από την καθημερινότητα των επιλογών μας.

Δέκα χρόνια λοιπόν πολεμούσαν οι Έλληνες με τους Τρώες. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα από όλο αυτό το δεκάχρονο μακελειό, διάλεξε να μας εξιστορήσει λίγες μέρες από τον τελευταίο χρόνο της εκστρατείας και πιο συγκεκριμένα τα γεγονότα που έγιναν εξ αιτίας του καυγά του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα, για δύο όμορφες κοπέλες που σκλάβωσαν σε ένα πολεμικό γιούργια στην ευρύτερη περιοχή των Τρώων.  

Η δεκαενιάχρονη λοιπόν ξανθομαλλούσα λυγερόκορμη κόρη του ιερέα του Απόλλωνα από την σημερινή Χρυσούπολη του Πόντου, έγινε μαζί με την ξαδέρφη της, την λευκόσαρκη, γαϊτανοφρύδα και κοκέτα συνάμα Βρισηίδα, γέρας των νικητών. Δηλαδή έγιναν πολεμικό λάφυρο των Ελλήνων.

Έτσι ο Αγαμέμνονας πήρε μαζί του την Χρυσηίδα του Χρύση από την ομώνυμη πόλη (όπως θα λέγαμε κατά κάποιο τρόπο και σήμερα, πήρε το παιδί του Πειραιώτη) και ο Αχιλλέας πήρε την Βρισηίδα που ήταν κόρη του αδερφού του Βρύση (ιερέας και αυτός του Απόλλωνα) από την Λυρνησσό της ευρύτερης περιοχής της Κιλικίας. Δεν είναι λίγο να σου σκλαβώνουν το παιδί κι έτσι αποφάσισε ο Χρύσης να πάει να το ζητήσει πίσω. Ο Όμηρος δεν μας αναφέρει τι έκανε ο αδερφός του ο Βρύσης και πως το πήρε κι αυτός.

Ο Χρύσης λοιπόν μάζεψε δώρα και πήγε μια και δυο στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Αυτό ήταν μέσα σε ένα ξύλινο τείχος με  σκηνές και τα ξύλινα καράβια τους που τα είχαν βγάλει απ’ τη θάλασσα πάνω σε ξύλινες βάσεις. Στρατόπεδο χύμα, όπως δηλαδή σήμερα βλέπουμε γύρω από τις μαρίνες στα καρνάγια, τα ιστιοφόρα  πάνω σε μπουτέλια και βάσεις.

Έκλαψε ο ιερέας, παρακάλεσε, αλλά τίποτα. Ο Αγαμέμνονας είχε γοητευτεί από την ομορφιά της μικρής και χωρίς πολλά λόγια του είπε πως θα την πάρει πίσω στην πατρίδα του για να την έχει απέναντι από το κρεβάτι του να υφαίνει. Για λόγους εκπαιδευτικούς σήμερα στα θεατρικά ανεβάσματα της Ιλιάδας παραλείπουμε τα υπόλοιπα που είχε κατά νου ο Έλλην στρατηλάτης να κάνει στην κόρη του.  Έφτασε σε σημείο να τον απειλήσει πως αν τον ξαναδεί στο στρατόπεδό τους θα τον στείλει αδιάβαστο.

Ο Χρύσης ως τελευταίο στάδιο της προσπάθειας είχε ένα γερό χαρτί. Ήξερε τον Απόλλωνα ως ιερέας του και τον ικέτευσε να ρίξει σαΐτες θανάτου στους Έλληνες αδιακρίτως, πράγμα που έγινε.

Περιττό να πούμε πως από αυτές τις δύο όμορφες κόρες ξεκίνησε ο καυγάς του Αχιλλέα με τον στρατηλάτη Αγαμέμνονα. Δώσε την του έλεγε ο Αχιλλέας και θα σου βρούμε άλλη. Τίποτα ο Σπαρτιάτης. Αντί να συνεργαστεί για το καλό της εκστρατείας, του είπε πως αν δεν του αρέσει η αρχηγία του να πάρει τους Μυρμιδόνες του και ουστ από την Τροία. Δεν ήθελε πολύ να ανάψει κι ο Αχιλλέας και έτσι τον είπε κατάμουτρα σκυλομούρη. Όλα τα κακά από ένα εγωισμό ξεκινάνε μέσα στα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας των ανθρώπων μέχρι σήμερα.

Η υπόθεση για τον Χρύση έκλεισε ευχάριστα μια και αποφάσισε ο Αχιλλέας να κάνει πίσω μετά από θεϊκή συμβουλή. Έτσι ο Αγαμέμνων πήρε την Βρισηίδα και επέστρεψε την Χρυσηίδα. Ο Οδυσσέας την παρέδωσε στον πατέρα και για λόγους εθιμοτυπίας ζήτησε από τον ιερέα να ρίξει και ένα τρισάγιο. Εκείνος με χαρά το έκανε σηκώνοντας τα χέρια προς τον Απόλλωνα και είπε:

Φοίβε Απόλλωνα
βοήθα τους Αργίτες.

Εκείνη την ώρα σκέφτηκε πως θα  μουρλάνει τον Θεό με τις διαφορετικές παρακλήσεις του, γι αυτό έγινε πιο σαφής.

Το ξέρω πως εγώ σου ζήτησα
να μην τους βοηθήσεις.
Μα τώρα σου ζητώ το αντίθετο. Βοήθα τους,
γιατί καλά φερθήκανε σ’ εμένα.

Εδώ είναι όλη η αστεία συμπεριφορά αυτού του πλην άλλων σοβαρού και σεβάσμιου ωφελιμιστή ιερέα. Από την αρχή που είχε πάει στο στρατόπεδο των Ελλήνων για το παιδί του, ούτε που σκέφτηκε να ζητήσει σε πληθυντικό αριθμό τα κορίτσια, μια και η Βρισηίδα ήταν ανιψιά του. Τέλος πιο καθαρά δεν θα μπορούσε να το παραδεχτεί στην προσευχή του προς τον Απόλλωνα, πως του ζητά να τιμωρήσει ή να ωφελήσει άλλους σύμφωνα με τι συμφέρει τον ίδιον.Απλά πράγματα...

 

Τώρα επειδή ξέρω πως δεν αρέσουν στους αναγνώστες του διαδικτύου τα μεγάλα κείμενα, θα πω σε ένα μικρό βίντεο στη συνέχεια για ένα τύπο της δεκαετίας του ’80 που ήταν ο υπέροχος χαζούλης της γειτονιάς στην περιοχή Καμάρα της Θεσσαλονίκης τα χρόνια που ήμουν φοιτητής.
Αυτή η συμπεριφορά του ίδια με του Χρύση απαντάται και σε πολλούς άλλους ανθρώπους σήμερα γύρω μας, κι ας πιστεύουν πως έχουν κάθε λόγο και δίκιο  να αλλάζουν τις απόψεις τους. 




Η Σκιά του Μαρτ

 

 

 

Χτες παρακολούθησα την παράσταση «Η σκιά του Μαρτ» στο θέατρο Αργώ.  Άφησα την εμπειρία να κατασταλάξει μέσα μου το βράδυ και όλο το επόμενο πρωί που παίξαμε την Ιλιάδα στο Christmas Theater. Τώρα το απόγευμα που κάθισα στο γραφείο μου και κλείνει τον κύκλο της η μέρα, θέλησα να γράψω μερικά λόγια για αυτό που τόσο όμορφα βίωσα.

Ο Συγγραφέας

Θα ξεκινήσω από την σύσταση του συγγραφέα και την περίοδο που δημιούργησε τα έργα του. Πρόκειται για τον Σουηδό Στιγκ Ντάγκερμαν που γεννήθηκε το 1923, έζησε έντονα και πέτυχε την αναγνώρισή του, αλλά στα 31 χρόνια της ζωής του, το 1954, αυτοκτόνησε στην Στοκχόλμη. Ο ίδιος δεν πολέμησε κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και συνδέοντας την βιογραφία του με την υπόθεση του έργου, έχω την αίσθηση πως ο κεντρικός ήρωας φέρει στοιχεία αυτοβιογραφικά. Ίσως αυτή η τόλμη τον κατατάσσει στους συγγραφείς που ψάχνουν την αλήθεια της εποχής τους μέσα από τον εαυτό τους.

Τι μπορεί να σημαίνει σήμερα το έργο

Αυτό που κάνω μετά την παρακολούθηση μίας παράστασης γραμμένης σε άλλη εποχή, είναι να ψάχνω να βρω αν έχει αντιστοιχίες με το σήμερα. Έτσι το συγκεκριμένο έργο πραγματεύεται την χρησιμότητα του ηρωισμού βάζοντάς την απέναντί του την βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να ζήσει τον έρωτα και την ομορφιά χωρίς βία. Θα έλεγα πως ο συγγραφέας φέρει μέσα στη γραφή του την φράση της Αντιγόνης προς τον Κρέοντα «δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά να αγαπώ».  

Τα ερωτήματα της λύσης του έργου μένουν να πλανώνται χωρίς να απαντά ο συγγραφέας στα θεμελιώδη ζητήματα που γενούν την διαλεκτική της ανθρώπινης επιβίωσης.

Σήμερα η εποχή που βιώνει η γερασμένη Ευρώπη μας, αν και σε μια απλοϊκή προσέγγιση δεν βρίσκεται σε πόλεμο, βιώνει την ίδια κατάθλιψη με αυτή της εποχής του έργου. Πρόκειται για την κατάθλιψη που ζουν οι ηττημένοι λαοί. Οι σκέψεις πέραν της ιστορίας σε μια παράσταση είναι πάντα ατομικές και έχουν να κάνουν με την ψυχική και νοητική συγκρότηση του κάθε θεατή, η οποία φυσικά ευθύνεται για τα ερωτήματα που τολμά και μπορεί να διατυπώσει κάθε ένας προσωπικά.

 


 

Συντελεστές παράστασης

Η μετάφραση που υπογράφει η Μαργαρίτα Μέλπεργκ χωρίς να έχω γνώση του πρωτότυπου κειμένου, μου άφησε την αίσθηση πως χώρεσε σε μία εποχή την διαχρονία των ερωτημάτων που αποτύπωσε ο συγγραφέας στο έργο του.

Η σκηνοθεσία της Χρύσας Καψούλη υπηρέτησε την συνθήκη που προανέφερα προσθέτοντας μαζί με το όμορφο σκηνικό του Γιώργου Λυντζέρη μια θαυμαστή τόλμη να πουν την ιστορία χωρίς να έχουν την αγωνία οι δημιουργοί να αφήσουν το δικό τους «διακοσμητικό» αποτύπωμα στην παράσταση. Δεν υπάρχει κατά την γνώμη μου πιο σπουδαίο προσόν στους συντελεστές μιας παράστασης από το να υπηρετούν το κείμενο χωρίς να έχουν την αγωνία να υπερβάλουν για να χωρέσουν την ατομική ανθρώπινη ματαιοδοξία σε αυτήν. Η αίσθησή μου, αν και κάθισα σχεδόν πίσω από την μοναδική κολώνα με δική μου υπαιτιότητα, ήταν πως όλοι όσοι εργάστηκαν χτίζοντας αυτό που παρακολούθησα υπηρέτησαν το μέτρο αναδεικνύοντας ένα καλό θέατρο. 

Οι ηθοποιοί άφησαν το καλύτερο αποτύπωμά τους στην διάρκεια του έργου.

Ξεκινώντας από την κυρία του θεάτρου, την Αιμιλία Υψηλάντη, ένιωσα πως μου έκανε με το μεστό της παίξιμο πλήρως κατανοητό το αρχέτυπο της συνθήκης που υπηρέτησε η μάνα του ρόλου που υποδυόταν. Πήρε στα χέρια της την λογική και το συναίσθημά μου χτίζοντας πάνω τους τον καμβά της ιστορίας που έπαιζε. Η Αγγέλικα, η μάνα του Μαρκ και του Γκάμπριελ που ενσάρκωσε, με κέρδισε και μου επέβαλε ευχάριστα την αποδοχή της θεατρικής της παρουσίας.

Ο μικρός γιος της οικογένειας, ο Γκάμπριελ, φοβικός και άτολμος χωρίς να νιώθει την αποδοχή της οικογένειάς του, προσπαθεί να χτίσει ένα δικό του κόσμο μέσα από ιδεοψυχαναγκασμούς και ερμηνείες του έρωτα. Με έπεισε κατά την παράσταση πως είναι ένας ελεύθερος σκλάβος που αφήνει τον εαυτό του βορά στα μάτια των θεατών. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα ο αγαπημένος Φώτης Καράλης τα υπηρέτησε θαυμαστά. Γοητεύτηκα σαν είδα από όλους και εκείνον να υπηρετούν την ιλαροτραγωδία, η οποία έφερνε κατά διαστήματα στα χείλη των θεατών ένα στοχαστικό μειδίαμα για την ίδια την ζωή και τα αδιέξοδά της.  

Η πέτρα του σκανδάλου που ως ωραία Ελένη έφερε τον πόνο του έρωτα στην ιστορία της οικογένειας, η Εμμανουέλα Κοντογιώργου, με κέρδισε σε όλη την παράσταση. Χωρίς κανένα στοιχείο υπερβολής με καθήλωσε να παρακολουθώ την φοβισμένη της ζωή που προσπαθούσε να ταυτιστεί με τα στερεότυπα της εποχής της, βιώνοντας παράλληλα το βάσανο της Αντιγόνης που πάλευε σαν θεριό μέσα της. Μου έφερε στο νου όλα τα στοιχεία της γήινης Δήμητρας που πατά στο χώμα και μπορεί να γεμίσει καρπούς την ζωή των άλλων, ενώ στερείται η ίδια τις επιθυμίες της να πετάξει μακριά από τα πρέπει της κοινωνικής σύμβασης που υπηρετεί. Το βλέμμα της με κέρδισε και ήταν μια πραγματική μουσική αντίθεση σαν ένα κλαρινέτο που ήθελε να φωνάξει παιχνιδιάρικα δίπλα στο κατασταλαγμένο και βαρύ κοίταγμα της μάνας, που ως πένθιμη ορχήστρα υμνούσε την μοίρα του ανθρώπου στην υποταγή της Ανάγκης. Πολλές φορές στην σύγχρονη λογοτεχνία βρίσκω μικρές και μεγαλύτερες αντιστοιχίες με αυτές των τραγικών ποιητών που δημιούργησαν την αρχαία γραμματεία. Έτσι κι εδώ, η μάνα έκρινα πως έκρυβε μέσα της μια Εκάβη μετά την συμφορά του εξανδραποδισμού της. Μια πρώην ελεύθερη βασίλισσα που ως σκλάβα πλέον είχε την ανάγκη να πατήσει σε στερεότυπα για να συνεχίσει να ζει.  

Τέλος δεν θα μπορούσε να υπάρξει έργο χωρίς αγώνα. Όταν το ένα θέλω ενός ήρωα αντικρούει πάνω στο θέλω του άλλου δημιουργείται η ουσία του θεάτρου. Αυτόν τον ρόλο του ήρωα που ήρθε στη ζωή της οικογένειας για να υποκαταστήσει τον πεθαμένο γιο στον πόλεμο, τον ενσάρκωσε υπέροχα ο Θεόφιλος Μανόλογλου. Γοητεύτηκα από την προσέγγιση που έδωσε στον ήρωα γιατί με έπεισε πως οι εποχές δημιουργούν ήρωες με ουσιαστικά και όχι με ρήματα. Οι άνθρωποι δίνουν εύκολα ταυτότητες και αποφεύγουν να κρίνουν από τις στάσεις ζωής. Εξηγώντας λίγο περισσότερο αυτό που μόλις έγραψα, θα σημειώσω πως η ζωή προσδίδει ιδιότητες που δεν έχουν καμία σχέση με την αξία των ανθρώπων που τις φέρουν. Έτσι την αμηχανία αλλά και την σιγουριά του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» την έφερε με επιτυχία ο εξαίρετος ηθοποιός απέναντι στον φλεγόμενο μικρό γιο που διεκδικούσε εξίσου με αυτόν την ωραία Ελένη και πρώην ερωμένη του πεθαμένου μεγάλου γιου. Μου θύμισε ο ήρωας που ενσάρκωσε, πολλούς σύγχρονούς μας που απολαμβάνουν μιας ώρας δημοσιότητα και σαν διάνοι φουσκώνουν επιδεικνύοντας το λοφίο της κενότητας που φέρουν.

Κλείνοντας θα γράψω πως ένιωσα για την παράσταση πως είχε λόγο να ανέβει στο θέατρο γιατί αφορά του παρόν του θεατή και μέσα από αυτήν κάθε ένας μας μπορεί ανάλογα με το πόσο άδειο ποτήρι κουβαλά να πάρει το νερό που επιθυμεί για τη ζωή του.
Το τέλος του έργου δεν θα το αναφέρω, συστήνοντας ανεπιφύλακτα να πάτε να το απολαύσετε.  Αξίζει.

Κ.Ζ