Απόσπασμα από το πρώτο επεισόδιο του 1977 των Πανθέων
Το 1977 τον Απρίλιο η κρατική τηλεόραση φέρνει μέσα
από το τηλεοπτικό της μονοπώλιο, προς τέρψη των τηλεθεατών, το μυθιστόρημα του
Τάσου Αθανασιάδη με τίτλο “Πανθέοι”. Το σενάριο θα το αναλάβει ο Τάκης Χατζηαναγνώστου, ενώ την σκηνοθεσία θα υπογράψει
ο Βασίλης Γεωργιάδης μαζί με την τηλεσκηνοθεσία του Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου.
Σήμερα, μεγάλος πλέον, μπορώ να διακρίνω τις ειδοποιούς διαφορές της τότε εποχής
κατά την πρώιμη τηλεοπτική πραγματικότητα στην χώρα μας, σε σχέση με την
σημερινή τηλεοπτική κατάσταση.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ έλεγε πως «Για να φτιάξεις μία πραγματικά καλή ταινία χρειάζεσαι 3 πράγματα: σενάριο, σενάριο, και σενάριο…»
Αν θα μπορούσαμε να ψάξουμε την αρετή στην γραφή ενός σεναρίου αυτή θα έμοιαζε με δωρική κολώνα που υπάρχει για να υπηρετήσει ένα μη υλικό ιδεώδες όπως αυτό του Παρθενώνα. Το κοινό χαρακτηριστικό του αρχιτεκτονικού στοιχείου με αυτό του σεναρίου, είναι η λιτότητα και η οικονομία που μέσα από αυτήν προωθείται ο μύθος ή για τους πιο απαιτητικούς στην σκέψη, αιτούμενο στο καλό σενάριο είναι η προώθηση του "Λόγου".
Οι παλαιότεροι που είχαν μέσα στο μυαλό τους το υψηλό κόστος του φιλμ, ακόμα και στις αρχές που είχε εμφανιστεί στα γυρίσματα η μαγική τότε λωρίδα του βίντεο, προσπαθούσαν να έχουν σφιχτές εικόνες δράσης και διαλόγους που υπηρετούσαν μέσα από την ζωή με ρυθμό την μυθοπλασία. Σήμερα που η ψηφιακή εικόνα είναι σχεδόν δωρεάν, αν εξαιρέσεις τα μεροκάματα των τεχνικών και τα λειτουργικά έξοδα σε ένα σετ, η εικόνα έχει προσαρμοστεί μαζί με τους χαλαρούς και επιμήκεις διαλόγους σε μια νωθρότητα, ώστε να κρατούν απασχολημένο τον θεατή για να αντέξει όλο το πρόγραμμα διαφημίσεων για κάθε τηλεοπτική σειρά που τον πείθουν πως είναι εξαίρετη επειδή οι ίδιοι οι δημιουργοί το ευαγγελίζονται. Τώρα πια μετράμε -γράφοντας σενάρια- πόσα επεισόδια θα φτιάξουμε για να καλύψουμε την τηλεοπτική σεζόν χωρίς να μας ενδιαφέρει αν στο τέλος ανακυκλώνονται ανούσιες δράσεις κατά τις οποίες καλούνται οι ηθοποιοί να επαναλαμβάνουν βαρετούς διαλόγους με διαφορετικά λόγια κάθε φορά.
Απέναντι σε αυτήν την διαπίστωση θα μπορούσε να υπάρξει από εμένα ένας λόγος που με ευκολία θα αποδομούσε κάθε τι νέο, απέναντι σε μια νοσταλγική λαγνεία του παλαιού. Αυτό σαν γεγονός εκτός από άδικο θα ήταν και μη αληθές. Σε κάθε εποχή υπάρχουν σπουδαίοι δημιουργοί σε όλες τις βαθμίδες λειτουργίας ενός τηλεοπτικού προϊόντος. Έχω μεγάλη εκτίμηση στις δυνατότητες των σύγχρονων δημιουργών, όχι όμως στην ευκολία με την οποία οι περισσότεροι ενδίδουν στην αλλοίωση ενός έργου για να γίνει στο τέλος φτηνό προϊόν. Ίσως πάλι να μην είναι συνειδητή αυτή η πρακτική σε όσους την λειτουργούν. Μπορεί να είναι και αυτοί δέσμιοι απέναντι σε μια ασυνείδητη μη ομολογημένη ευκολία, ίδια με αυτήν που σηκώνουμε το κινητό για να μιλήσουμε χωρίς κόπο με μια άλλη ήπειρο. Όλα γίνονται γρήγορα χωρίς να κοπιάζουμε δουλεύοντας σε βάθος τα έργα μας. Αποτέλεσμα είναι να έχει μετατραπεί η τέχνη της εικόνας στην εμπορική της μορφή σε μια τεχνική που όλοι την ακολουθούν αδιαμαρτύρητα. Αυτή η πρακτική έχει πολλές αγκυλώσεις σαν αυτήν που στην λύπη ακούμε θλιμμένη μουσική επένδυση και στην χαρά ήχους ανάλογους. Ευτυχώς όλα αυτά διαπιστώνω πως δεν είναι ο κανόνας και χαίρομαι για αυτούς τους δημιουργούς έχουν, ως εξαιρέσεις, στην ψυχή τους την καθαρότητα και επιμένουν να δημιουργούν μακριά από τις ευκολίες.
Θα ήθελα να καμαρώνω συγγραφείς, ηθοποιούς και τεχνικούς να φτιάχνουν με μεράκι και με λεπτομέρεια έργα που στόχο θα έχουν να πουληθούν στις δύσκολες εμπορικές ζώνες της παγκόσμιας τηλεοπτικής πραγματικότητας. Ας μη μας πείθουν κάποιοι πως δεν μπορούμε να πουλήσουμε κερδοφόρα στην παγκόσμια αγορά τον πολιτισμό μας. Ακόμη θα ήθελα, αντί να προσπαθούν να μειώσουν ο ένας την δουλειά του άλλου σε σχέση με την δική τους μέσα από ψευδείς επαίνους των δημιουργημάτων τους, να ψάξουν την εσωτερική τους βελτίωση τόσο σε τεχνικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο γιατί στην φύση ότι δεν βελτιώνεται εξελικτικά, πεθαίνει νομοτελειακά. Αυτή η χώρα έχει εδώ και πολλά χρόνια, σε όλα τα επίπεδά συγκρότησής της, πορεία φθίνουσα και μη σας λένε ψευδώς πως το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Όποιος γνωρίζει ξέρει πως πρώτα η κοιλιά σαπίζει που αντιπροσωπεύει μεταφορικά στην λαϊκή παροιμία, την κοινωνία μας. Αυτήν που τρέφει το εκάστοτε κεφάλι και τρέφεται απ' αυτό αφού είναι και εκείνο ίδιο μ' αυτήν. Ας κάνουμε λοιπόν το θαύμα ξεκινώντας ο κάθε ένας την αλλαγή πρώτα από τον εαυτό του. Ας πούμε πως περιμένουμε ένα θαύμα και θέλω να πιστεύω πως τα θαύματα γίνονται ακόμα και λίγο πριν κατέβει η λαιμητόμος στο σβέρκο του δεμένου πισθάγκωνα πολιτισμού μας, την σάπια οσμή του οποίου βιώνουμε σήμερα.
Τέλος εύχομαι καλή επιτυχία στην νέα τηλεοπτική εμφάνιση των “Πανθέων” στην
ιδιωτική πλέον τηλεόραση, με τους αξιόλογους συντελεστές της, που έγινε αφορμή
να σκεφτώ συλλογικά την τηλεοπτική κατάσταση του «τώρα» σε σχέση με αυτήν του
παρελθόντος.