Η Ελληνική γλώσσα προάγει την συγγραφή








Περπατώντας στο δρόμο της γειτονιάς μου, συναντήθηκα με ένα πλέον των σαράντα γνωστό μου, αλλά πάντα χαμογελαστό εδώ και είκοσι πέντε χρόνια που τον γνωρίζω. Στις λίγες κουβέντες που ανταλλάξαμε, για ό,τι κάνει τελευταία ο καθένας μας, μου εκμυστηρεύτηκε πως ήθελε να γράψει και αυτός ένα βιβλίο για την εποχή των παιδικών του χρόνων που έχει πλέον παρέλθει. Χάρηκα για αυτή του την επιθυμία και του δήλωσα πως σαν είναι έτοιμος, μπορώ να του δώσω μερικές πληροφορίες, από την δική μου βάσανο, με όσα αντιμετώπισα και έμαθα ξεκινώντας να προετοιμάζω τα γραπτά μου, ώστε να επικοινωνήσουν δημόσια χωρίς την δική μου προστασία.

Κάθε φορά που βλέπω ένα βιβλίο να κυκλοφορεί, νιώθω μια περίεργη χαρά για την κατάθεση ψυχής του ανθρώπου που αποφασίζει να εκτεθεί δημόσια. Μπορεί να είμαι φειδωλός απέναντι στην ανάγνωση των τίτλων που βλέπω στις προθήκες των καταστημάτων πώλησης, όμως χαίρομαι γιατί πιστεύω στην ύπαρξη πολλών ανθισμένων λουλουδιών στην φύση, έστω και αν κάποια τα προτιμώ για την ευωδιά τους.  Η επιθετική κρίση ορισμένων ανθρώπων που ως Θεοί μοιράζουν βαθμολογίες και κατατάξεις με χαρακτηρισμούς «καλό» ή «κακό», μου είναι ξένη. Θέλει αρετή και τόλμη να αποδεχθούμε το διαφορετικό έστω και αν είναι εντελώς ξένο προς τον τρόπο σκέψης μας.
Στο θέατρο, μου είχε πει κάποτε μια Κυρία και Δασκάλα μου, πως δεν υπάρχει κακό κοινό όταν έχουμε ήδη ανέβει στην σκηνή. Εμείς που παίζουμε οφείλουμε να το γοητεύσουμε. Το ίδιο πιστεύω πως συμβαίνει και με τις γραφές. Ακόμη και ένα δύσκολο κείμενο με δεύτερα και τρίτα επίπεδα ερωτημάτων κάτω από τις γραφές του, οφείλουμε να το δώσουμε κατάλληλα γραμμένο προς ανάγνωση και απ’ τον αμύητο, ώστε να μείνει ευχαριστημένος από το προφανές της ιστορίας που του προσφέρουμε. Θα έχει όλο το χρόνο, στη ζωή του, να το διαβάσει αρκετές φορές, ψάχνοντας τον δεύτερο αθέατο λόγο γραφής, σύμφωνα με τις προσωπικές του επιλογές για πνευματική εξέλιξη.
Όλοι οι άνθρωποι είναι σημαντικοί, επειδή είναι εν δυνάμει σπουδαίοι σαν επιλέξουν την νοητική τους εξέλιξη.
Για εμένα η πιο πρόστυχη λέξη που κυκλοφορεί ευρέως και την έχουμε αποδεχτεί ακόμη και στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, είναι ο χαρακτηρισμός «καταναλωτής».
Είναι μια δύσκολη εποχή αυτή που ζούμε, η οποία χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτικές συμπεριφορές στον έλεγχο του Νου των ανθρώπων, θέλοντας να τους μετατρέψει σε κοπάδια που θα φέρουν ανερυθρίαστα τον τίτλο του καταναλωτή.
Ίσως το συν- γράφειν να είναι μια αμυδρά υπόσχεση αντίστασης. Η ατομική μας εξέλιξη είναι το μοναδικό όπλο αντίστασης απέναντι σε αυτή την απάνθρωπη λαίλαπα της τεχνολογίας στην ελευθερία της κρίσης. Όσο θα υπάρχει ατομική πρωτοβουλία στην γραφή, θα είναι ζωντανή μια ελπίδα πως δεν νίκησε την σκέψη των ανθρώπων ο όχλος της κοινωνίας του Όργουελ…

Έτσι λοιπόν, χαίρομαι για την ανάγκη προσωπικής δημιουργίας που υπάρχει στους σκεπτόμενους μέσα από το Ελληνικό γλωσσικό τοπίο.
Αυτή η Ελληνίδα γλώσσα, είναι επιθετικά δημιουργική…
Είναι αρκετοί οι Ελληνόγλωσσοι σύγχρονοι συγγραφείς που έχω διαβάσει και για τον κάθε ένα έχω μια όμορφη σκέψη στον νου μου, έστω και αν μου είναι ξένος ο τρόπος γραφής ή η θεματολογία της συγγραφικής ενασχόλησης. 

Στέλνω λοιπόν ευχές για συνύπαρξη των δημιουργών, γιατί το εκ παραφθοράς της γλώσσας συμφέρον του κάθε ενός, δεν βρίσκεται στην απομόνωση των άλλων που γράφουν.
Η υπέροχη Ελληνίδα γλώσσα, μας μαθαίνει πως μαζί φέρουμε το βάρος της ατομικής και συλλογικής μας εξέλιξης μέσα από την όσμωση των σκέψεων, έστω και αν είναι ξένες προς τις συνήθειές μας…
Αυτό σημαίνει το συν- φέρον, που σε άλλα γλωσσικά τοπία ως interest σημαίνει ενδιαφέρον ή και τόκος έχει μια άλλη νοηματοδότηση που ίσως την έχει ανάγκη το παγκόσμιο γλωσσικό τοπίο.
Μιλώ για την "καταδίκη" της Ελληνικής γλώσσας με την ομόγλωσση γραμματεία της, να είναι παγκοσμίως η αιτία αναγέννησης του ήθους στις εκάστοτε πολιτιστικές επαναστάσεις. 
Κάθε γλώσσα παράγει το ήθος του πολιτισμού της και εγώ δεν θα ήθελα να χάσουμε αυτό που κρύβει η δική μας, για το καλό και όσων δεν την γνωρίζουν ακόμα στον πλανήτη. 
  Κ.Ζ


Υ.Γ
Την φωτογραφία την έχω δανειστεί από αυτόν τον ιστοχώρο





Η εποχή μας μέσα από την θεατρική "Αγγέλα"






Σήμερα τελείωσα το μουσικό μου ταξίδι στην μεταπολεμική κουλτούρα των Αθηναίων, για λογαριασμό του υπέροχου έργου «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου. 
Έτσι δημιούργησα τον ηχητικό καμβά που φαντάζομαι για το έργο, ώστε να κινηθούν πάνω του οι σχέσεις και τα συναισθήματα των ηρώων. 
Πάνω σε αυτόν θα δουλέψει στην συνέχεια με την δική του φαντασία ο μουσικός που θα συνεργαστούμε, ώστε να μπορέσουμε να πετύχουμε ένα άξιο αποτέλεσμα ανεβάζοντας το έργο. 
Για το συγκεκριμένο θεατρικό, διερεύνησα αισθήσεις μέσα από τους παλμούς των χορδών σε ένα μπουζούκι, από τα σκληρά ελάσματα μιας λατέρνας, από την αναπνοή ενός πλανόδιου οργανοπαίκτη πάνω στην στομίδα του πνευστού και από το δέρμα ενός νταουλιού που κατορθώνει με τούτο να μετουσιώσει ο βακχευτής την βία σε χορό. 
Ο Διόνυσος είναι πιο κοντά στα πάθη και τις επιθυμίες εκείνης της εποχής, που δεν διαφέρει καθόλου από την δική μας σήμερα. 
Η μεταπολεμική αβεβαιότητα για την επιβίωση των ανθρώπων εκείνης της εποχής, τους ήθελε εξαθλιωμένους να γίνονται έρμαια εκμετάλλευσης, ψάχνοντας λίγη αξιοπρέπεια στην μετανάστευση, απέναντι στην πείνα. 
Σήμερα οι άνθρωποι στις ίδιες γειτονιές της Αθήνας, αν και κρατούν στα χέρια τους εξελιγμένα κινητά τηλέφωνα, νιώθουν εξίσου αβέβαιο το μέλλον τους. Πάλι ξενιτεύονται για να αποφύγουν την οικονομική και ηθική τους εξαθλίωση από πολιτικές που υπαγορεύονται στις εκ περιτροπής δημιουργούμενες κυβερνήσεις κατά το συμφέρον αυτών που θέλουν να είναι οικονομικοί επικυρίαρχοι. 
Ο θάνατος και ο έρωτας, όταν τα πράγματα γίνονται απειλητικά για την ίδια την ζωή των ανθρώπων, θεριεύουν μέσα τους. Όσο ποθούν την ζωή τόσο επιλέγουν θυμικά το ξόδεμά της. Όσο χάνουν τις μάχες τόσο κερδίζει χώρο η ελπίδα μέσα από τα σπέρματα της γενιάς τους. Μια αέναη πάλη. Αυτές οι δυο αντίθετες δυνάμεις στην ζυγαριά της Θεόδοτης φύσης, ο έρωτας και ο θάνατος, παλεύουν ξέροντας εξ αρχής πως ο αγώνας τους πάντα θα έχει ισορροπία. 
Ποτέ δεν θα κερδίσει η ζωή τον θάνατο μα ούτε και το αντίθετο πρόκειται να συμβεί. Αυτή άλλωστε είναι και η τραγικότητα της ύπαρξής μας. 
Το έργο του Γιώργου Σεβαστίκογλου τελειώνει με μία εξαιρετική μετουσίωση του ερωτήματος της ερωτευμένης Αγγέλας καθώς βλέπει νεκρό τον Λάμπρο της.
Κοιτά απεγνωσμένα γύρω της ρωτώντας αν ο αγαπημένος της θα ζήσει, για να καταλήξει μόνη πλέον στο συμπέρασμα της θετικής εκδοχής με ό,τι μπορεί να κρύβει μέσα της αυτή η κατάφαση. 
Τα όριά μας και η τρέλα έχουν κοινή στέγαση. 
Για όσους μπόρεσαν και «οίδαν»… ζωή και τρέλα παίρνουν ίδιο πρόσημο. 
Στον κάθε άνθρωπο εναπόκειται να αποφασίσει αν θα είναι αυτό το πρόσημο θετικό ή αρνητικό… 

Ερωτά λοιπόν η ηρωίδα που φέρει την καθαρότητα των προθέσεων της Αντιγόνης. 
 - Θα ζήσει; Θα ζήσει; 
 ( για να επιλέξει κορυφώνοντας την εκδοχή στην θέση της) 
- Θα ζήσει! Θα ζήσει! Θα ζήσει!
Κ.Ζ

Υ.Γ
Την φωτογραφία την δανείστηκα από αυτόν τον ιστοχώρο.




Αθιβολή





Το ταξίδι της συγγραφής έφτασε στο τέλος του 
και η Αθιβολή φεύγει από εμένα 
ώστε να έρθει σε εσάς.
Τώρα, εμπιστεύομαι τον δικό της δρόμο 
μέσα από την αξία των αναγνωστών, 
ευελπιστώντας να σας χαρίσει όμορφες στιγμές 
και ενδιαφέροντα ερωτήματα. 

Μπορείτε να στέλνετε τις ερωτήσεις
τις σκέψεις σας και ό,τι άλλο κοινό 
μπορούμε να μοιραστούμε
 μέσω της φόρμας επικοινωνίας του παρόντος ιστολογίου.
Ακόμη, μπορείτε
να γίνετε μέλος στην σελίδα στο Facebook

Το βιβλίο διατίθεται ταχυδρομικά.
Για πληροφορίες καλέστε στο 6977 66 3230
ή στείλτε μήνυμα στον προσωπικό λογαριασμό 

Kostas Zografopoulos στο Facebook.


Μετά την περίληψη του οπισθόφυλλου,  
ακολουθούν δύο μικρά αποσπάσματα από 
το πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο της Αθιβολής.




Μία είναι η κοινή μοίρα που ενώνει τους τόπους,

εκείνη των ανθρώπων που ζουν και δημιουργούν σε αυτούς.

Κι ένα είναι το κοινό σημείο που ενώνει τις ζωές όλων των ανθρώπων. 
Ο θάνατος που γεννά την ζωή.

Τόποι και άνθρωποι δεμένοι με δεσμά άσπαστα.



1828, Σφακιά Κρήτης.

Λίγο πριν την θρυλική μάχη στο Φραγκοκάστελλο, 
ο Νικήτας και η Αρχοντία σηκώνουν το βάρος του χρέους 
για την απελευθέρωση της ζωής τους.



1887, Δελβινάκι Ηπείρου.

Ο Νικόλας, ο αδερφός του Νικήτα, 
παραμένει με ασίγαστη πίστη 
ο μοναδικός θεματοφύλακας αυτού του χρέους.



2016, Φραγκοκάστελλο Κρήτης.

Ο Ηλίας, κουβαλώντας μέσα του την Ήπειρο και την Κρήτη, 
αναλαμβάνει να ζωντανέψει τις ιστορίες των προγόνων του, 
πολεμώντας σαν αγρίμι ενάντια 
στην προσωπική τραγωδία που λεηλάτησε την ψυχή του. 
Μέσα από την Αθιβολή του Νικόλα, 
το παλιό τετράδιο που ανακαλύπτει 
στο πατρικό σπίτι του στο Δελβινάκι, 
ξεδιπλώνεται ένα παρελθόν το οποίο 
αν και εύκολα η σκέψη το νομίζει πεθαμένο, 
ο ίδιος το μεταμορφώνει σε γόνιμη γη και δροσερό νερό, 
αλλάζοντας ολοκληρωτικά το τοπίο της ζωής του.

Αθιβολή. Αναπόληση συμβάντων παλαιών,
ίσως όμως όχι και τόσο παλαιών.





Κεφάλαιο Πρώτο




ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΧΕ ΚΡΥΦΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ορίζοντα λίγο πριν τα μεσάνυχτα, σαν να μην ήθελε να αγναντεύει το Φραγκοκάστελλο το ξημέρωμα της 18ης ημέρας του Μάη, μιας άφευκτης αυγής της ιστορίας των Κρητών.

Στο βάθος κατά το πέλαγο, ο αιμόχρωμος πλάνητας Άρης κρατούσε ακόμα την περιέργειά του στον ουράνιο θόλο για να γευθεί τα κορμιά της αντρειοσύνης, όπως κάνει αιώνες τώρα στην ιστορία αυτής της γης. 

Στο κάστρο, οι σιωπηλές μας φιγούρες έστεκαν καρτερικά περιμένοντας το σύνθημα για να ανοίξει η πύλη και να ξεχυθούμε ίσια κατά πάνω στο στρατό του Ναηλή Πασά.

Από τον δυτικό ψηλότερο πύργο, ο Πώλος, ο μικροκαμωμένος ξερακιανός Κυδωνιάτης, μετέφερε στους άλλους την εξέλιξη της επίθεσης των Τούρκων στον προμαχώνα του Αργυροκαστρίτη. Στο πλάτωμα της κεντρικής πύλης, ο Γιαμπούλης με το σπινθηροβόλο βλέμμα και το χαμόγελο του τρελού οραματιστή, έσφιγγε το λερωμένο κοντάρι με το μαραζωμένο φλάμπουρο στην κορφή. Ήξερε πως, από στιγμή σε στιγμή, η φωνή του θα ’ταν η αιτία που τα σπαθιά μας θα κατέβαιναν αποφασιστικά στους ώμους των εχθρών.

Αν και αγράμματος ένιωθε ότι κουβαλούσε τον Έρωτα για ζωή, μαζί με τον καταστροφικό αδερφό του τον Αντέρω.

Όλα ξεκίνησαν από τις τρεις κανονιές που έριξε ο πασάς αναγγέλλοντας την μάχη. Ακολούθησε η μακρινή βοή από τους αλαλαγμούς της επίθεσης των Τούρκων στο ταμπούρωμα του Αργυροκαστρίτη με τους εκατόν είκοσι τρεις άντρες, πέρα από το κάστρο, κατά την πλευρά που δύει ο ήλιος. Τα κοκόρια από τα όπλα του Αργυροκαστρίτη άστραφταν, σπέρνοντας μέσα από το σύννεφο της μπαρούτης φως θανάτου στα σώματα των Τούρκων που ’τρεχαν κατά πάνω τους να πάρουν το οχυρό. Λίγο το λίγο, τα μιλιούνια των επιτιθέμενων πλησίαζαν και τελικά το αντάμωμα του θανάτου άρχισε να γίνεται με σπάθες που ξέσκιζαν βίαια τη ζωή των ανθρώπων. Οι πληροφορίες στο εσωτερικό του κάστρου έφταναν από τον Κυδωνιάτη με μια ψύχραιμη δωρικότητα, για το πώς εξελίσσονταν η επίθεση των Τούρκων, ξεστομίζοντας μονολεκτικές φράσεις κουνώντας τα χέρια του ταυτόχρονα με αυτές.

Εγώ, στοιχημένος με το άλογό μου δίπλα στην πόρτα με τους άλλους, κοίταγα δυο θέσεις πιο πέρα τον μεγαλύτερο αδελφό μου.

Καβαλάρης κι αυτός, κρατούσε στα χέρια του ένα κεντητό λερωμένο μαντήλι, που όλο το ’φερνε στα χείλη και την μύτη του για να το αγγίξει και να το μυρίσει. Ήταν κάτι σαν υπόσχεση για τον Νικήτα αυτές οι αισθήσεις απ’ το μαντήλι, στην καρδιά, στα μπράτσα και τα πόδια του, για να αντέξουν και να χτυπήσουν με την μεγαλύτερη δύναμη ό,τι ήταν εχθρικό απέναντί τους. Ήταν μια υπόσχεση απέναντι στο άρωμα που ηδόνιζε την επιθυμία του για άξια νίκη ή για άξιο θάνατο.

Ο Κωνσταντίνος Παλάσκας είχε δεξιά του τον Χατζημιχάλη και πιο πίσω ο Αυγέρης κοιτούσε μια τον καπετάνιο και μια τον Νικήτα. Ο Αυγέρης πλησίασε αργά με το άλογο τον Νικήτα, το βλέμμα του οποίου είχε ήδη μπει στον αχό της μάχης. Τον ακούμπησε στον ώμο με την παλάμη του σφίγγοντάς τον φιλικά, έμπιστα, περνώντας του τη σκέψη ‘είμαι μαζί σου’. Η απάντηση του Νικήτα σ’ αυτή την αντρίκεια χειρονομία ήταν ένα αποφασιστικό νεύμα. Στη συνέχεια, κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στην πύλη σκεφτόμενος την μάχη που σε λίγο θα τον δεχόταν μέσα της.

Ο Γιαμπούλης, ξεπεζεμένος από το μελανόστικτο άτι  του, είχε τα μάτια στραμμένα στον έφιππο Νταλιάνη και το συγκεντρωμένο γύρω του τσούρμο των υπασπιστών.

Ο Νταλιάνης τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του και εκείνο έκανε λίγο πίσω, για να το οδηγήσει στη συνέχεια εμπρός παίρνοντας θέση δίπλα στον Νικήτα, κίνηση τιμής στον συναγωνιστή του.

Αλληλοκοιτάχτηκαν. Η καρδιά του Νικήτα ήταν έτοιμη να κλάψει, μα απ’ την άλλη, ο φόβος μέσα της είχε γίνει ατσάλινη αντρειά και κοφτερό χαροδρέπανο έτοιμο να θερίσει.

Ο Νταλιάνης είδε στο βλέμμα του να λάμπει η αποδοχή και με το ίδιο κοίταγμα τού ανταπέδωσε την αδελφοποιητή εμπιστοσύνη. Τα άλογα φρούμαζαν κάνοντας μικρές νευρικές κινήσεις λες και ήξεραν πως κάθε δευτερόλεπτο ήταν σημαντικό σε αυτή την έξοδο, γιατί θα καθυστερούσε την ανασύνταξη του Αλβανού Μουσταφά Πασά Ναηλή και θα έσωζαν τον Αργυροκαστρίτη με τα παλικάρια του από την πρώτη δύσκολη επίθεση των εχθρών. Οι καβαλάρηδες ήθελαν να λιανίσουν το ηθικό των Τούρκων, αφού αριθμητικά δεν είχαν τη δύναμη μαζί τους. Δεν ήταν πρώτη φορά που η ψυχή θα νικούσε το φοβισμένο βλέμμα των αντιπάλων.

Ο φόβος κάνει τον άνθρωπο πολεμιστή, αλλά βαθιά μέσα στην καρδιά του κάθε άνθρωπος θέλει αντί γι’ Αυτόν, την γιορτή και το ραχάτι. Έτσι και οι πολεμιστάδες του Ναηλή, πίσω από τη σιγουριά της εξουσίας του Πασά, φλέρταραν με την ιδέα να ζήσουν για να απολαύσουν τα καλά που έρχονται. Σαν όμως θα αντίκριζαν το αλλόκοτο βλέμμα των πολεμιστών του κάστρου, μαζί με αυτό των παλικαριών του Αργυροκαστρίτη που ήδη πολεμούσαν, θα έφταναν στα όρια του τρόμου αφού το πλησίασμα του τέλους της ζωής φοβίζει κάθε άνθρωπο.

Από την άλλη, αν ο φόβος κάνει τον άνθρωπο πολεμιστή για να κερδίσει την ζωή, η αίσθηση του δίκιου τον κάνει θεριό ανήμερο κι όσο μικρό μπόι και να χει, ξεσκίζει με το βλέμμα του τον αντίπαλο. Αυτό το βλέμμα είχαμε όλοι μας μέσα στο κάστρο κι ας μοιάζαμε ασάλευτοι, περιμένοντας το σύνθημα μέσα στη δροσιά της άγουρης αυγής, ακίνητοι πίσω από την αμπαρωμένη πύλη.






Κεφάλαιο Δεύτερο





31 Μαΐου 2016  Φραγκοκάστελλο

ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΗΡΕΜΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΝΟΙΑ Σφακιανό πέλαγο, καθώς λιγόστευε το απογευματινό φως του ήλιου, ανακατεύονταν οι μυρωδιές της Λιβύης με αυτές των Μαδάρων, φτιάχνοντας ένα υγρό άρωμα για το οποίο δεν βρέθηκε κι ούτε θα βρεθεί ποτέ όνομα ταιριαστό στον κόσμο.

Ως εδώ, τον είχε οδηγήσει μια επιθυμία που του υπαγόρευε να βρεθεί ακριβώς αυτήν την ημέρα, σε αυτήν ακριβώς εδώ την παραλία και να αφήσει ανοιχτή την καρδιά του να γευτεί ξανά μια ιστορία που μπορεί να μην του ανήκε, ήταν όμως ολότελα δική του.

Άφησε να κυλήσει ήρεμα το τζιπ στο πλάτωμα μπροστά από το κάστρο στο σμίξιμο των τριών δρόμων που κατέληγαν σ’ αυτό. Βάλθηκε να κοιτά τις χρυσοκόκκινες πέτρινες πλευρές του, καμαρωτές καθώς έστεκαν μπροστά στο λιόγερμα του πελάγου.

Είχε ξεκινήσει απ’ τα Χανιά το πρωί. Κατά την περιδιάβασή του με το αμάξι έκανε συχνές στάσεις παρατηρώντας όλες τις πλαγιές και τις κορφές που συναντούσε στο δρόμο. Σταματούσε και κατέβαινε από το αυτοκίνητο για να μυρίσει και να αφουγκραστεί τον τόπο. Δεν είχε τελειωμό αυτό το ταξίδι, λες και ήθελε να ιχνηλατήσει κάθε σημείο των τοπίων πεζός, πέρα από την άσφαλτο του δρόμου. Έψαχνε τρόπους για να νιώσουν οι αισθήσεις του μιαν άλλη εποχή έξω από την δική του. Ζητούσε να αισθανθεί αργά τη ζωή δίπλα του, επιλέγοντας μια συνειδητή πορεία προς το γνώριμο σε αυτόν Φραγκοκάστελλο του παρελθόντος.

Προχωρημένο απόγευμα πλέον, έκανε την τελευταία του στάση περνώντας από το χωριό Καψοδάσος. Τέντωνε το λαιμό του καθώς οδηγούσε αργά, προσπαθώντας να αγναντέψει στο βάθος του τοπίου το κάστρο.

Βρήκε ένα πλάτωμα του δρόμου μπροστά σε μια ταβέρνα κι αφού σταμάτησε πρόχειρα το αυτοκίνητο, κοίταξε απέναντι από τον δρόμο την ασβεστωμένη μάντρα ενός ξωκλησιού. Εντύπωση του έκανε ο κορμός του δέντρου που πρόβαλε με πείσμα από την ξερολιθιά της απόκρημνης μάντρας. Από το μυαλό του πέρασε η σκέψη πως όλα τα αρχιτεκτονήματα του πολιτισμού μας είναι εφήμερα και υποτελή μπροστά στη φύση.

Ο πραγματικός όμως λόγος που σταμάτησε σε αυτό το σημείο ήταν ο ίδιος του ο εαυτός, που τον έκανε να θέλει να νιώσει με τις αισθήσεις του κάθε σημείο της διαδρομής σε αυτό το ταξίδι.

Ο Ηλίας γνώριζε ότι τέτοια ξωκλήσια έχουν παλαιότητα και παρατηρώντας με το έμπειρο επαγγελματικό του βλέμμα την μάντρα, διαπίστωσε την στρωματογραφία της κατασκευής της, από τον βράχο μέχρι τους τελευταίους πρόχειρους τσιμεντόλιθους που ήταν τοποθετημένοι από τους σύγχρονους κατοίκους της περιοχής.

Με γρήγορες δρασκελιές, πέρασε το δρόμο και ανέβηκε το μικρό δρομάκι μέχρι την ρίζα του κατάλευκου εκκλησιαστικού περιτοιχίσματος. Στηρίχθηκε στη βάση του βράχου και σκαρφαλώνοντας όσο μπορούσε, ψηλάφισε τον τοίχο.

Βάλθηκε να κοιτά στο βάθος, ψάχνοντας προς τον ορίζοντα της θάλασσας το κάστρο. Ήθελε να δει και να ακουμπήσει ό,τι φανταζόταν πως ανήκε στις εμπειρίες του Νικόλα, με τον οποίο είχαν γνωριστεί με έναν αρκετά περίεργο τρόπο. Ο Νικόλας είχε ζήσει πολλά χρόνια πριν σ’ ετούτα τα μέρη και ο Ηλίας, έχοντας μάθει τη ζωή του λεπτομερώς τον τελευταίο καιρό, γνώριζε πως άλλη επιλογή δεν είχε, από το να έρθει εδώ και να αισθανθεί τα μέρη που γεννήθηκε ο πρόγονός του.

Μύρισε τις καλοκαιρινές ανάσες των φυτών γύρω του αφήνοντας το βλέμμα του να περιδιαβεί το τοπίο. Η καλοσυνάτη ματιά του ηλικιωμένου περαστικού τριάντα μέτρα πιο πέρα στην κατηφοριά συναντήθηκε με την δική του.

«Ίντα ψάχνεις κουμπάρε;» του απευθύνθηκε με ευγένεια ο άγνωστος.

Ο Ηλίας που καμάρωνε σαν έλεγε πως κατάγεται από την Ήπειρο, διέθετε την ίδια ρίζα αρχοντιάς με τον γέροντα. Κουβαλούσαν και οι δύο τον Ξένιο Δία μέσα τους, γιατί είχαν πιει νερό από τις βουνοκορφές που εκείνος περπάτησε. Όλες οι κορφές, δεμένες από κορμιά προγόνων σαν αλυσίδα. Από την Πίνδο, τον Ταΰγετο, την Όχη και το Σάως, έως και τις Μαδάρες που έστεκαν πίσω του, οι χαλκάδες ήσαν γερά δεμένοι με την ιστορία.

 «Το Φραγκοκάστελλο ψάχνω, ίσα εδώ κάτω είναι;»

Ακολούθησαν σύντομες κουβέντες μεταξύ τους, δυναμώνοντας την ικανοποίηση του γέροντα σαν πρόσφερε στον ξένο τη γνώση του. Αλλά και ο Ηλίας χάρηκε, γιατί μέσα από την ντοπιολαλιά που άκουγε, ένιωθε πως ερχόταν πιο κοντά στον Νικόλα.

Τα επόμενα χιλιόμετρα τον οδήγησαν στον κάμπο της περιοχής. Κυλούσαν αργά οι ρόδες του αυτοκινήτου, σε μια πεδιάδα καμωμένη από την αιώνια φθορά του σώματος των πανύψηλων Λευκών Ορέων της Κρήτης. Γη από χούμο αιώνων έφτιαχνε τον γόνιμο κάμπο που απλώνονταν από την ρίζα των Μαδάρων ίσαμε την αρχέγονη θάλασσα. Μια θάλασσα που γέννησε και ανάθρεψε το βλέμμα και τη λαλιά των πανάρχαιων κατοίκων του τοπίου.

Στο τέλος της διαδρομής, εκατό μέτρα πριν το κάστρο, πέρασε από ένα εξοχικό εστιατόριο της περιοχής και πλησίασε το χώρο παρκαρίσματος έξω από αυτό. Προτίμησε όμως να συνεχίσει ανατολικά την οδήγηση, προσπερνώντας το, αποφεύγοντας να σταθμεύσει στον τουριστικό χώρο. Σε αυτό το ταξίδι του ο Ηλίας ήθελε να ακουμπήσει τα πόδια του σε γη πλασμένη απ’ το χρόνο, να περπατήσει σε πέτρες που δεν εξευγενίστηκαν από εργολαβικές εργασίες.

Λίγα μέτρα πιο πέρα είδε τους τραχείς άγριους βράχους να μπλέκονται με την άμμο και να κρύβονται όλοι τους σαν πέτρινη γλώσσα μέσα στη ρηχή θάλασσα. Ήταν ένα τοπίο που κρατούσε στην εικόνα του την απαλότητα μαζί με την αγριάδα. Έβλεπε την ιστορία της αιώνιας πέτρας να απλώνεται μπροστά του, φθαρμένη από την αντίσταση στο αιώνιο πάλεμα με τα κύματα.

Ακινητοποίησε το αυτοκίνητο και κοίταξε τον τόπο.






Copyright © 2016 για την Ελλάδα και για όλο τον κόσμο: Κώστας Ζωγραφόπουλος
ISBN: 978-960-93-8761-3

Περί Σποϊλερ, κατανάλωσης και ψυχαγωγίας





Συχνά πυκνά τελευταία, ακούω για την αγένεια κάποιων που θέλουν να επιδείξουν την φιλαναγνωσία τους. Αποκαλύπτουν λοιπόν την πλοκή βιβλίων με μυθιστορηματική δομή στους συνομιλητές τους, απογοητεύοντάς τους από το να ανακαλύψουν μόνοι την δράση και την ζωή των ηρώων. 
Χωρίς να έχω τηλεόραση, ή να συναναστρέφομαι ανθρώπους που ζουν μέσα από αυτήν και αφηγούνται τις σειρές που παρακολουθούν στις συνευρέσεις με ομοίους τους, νομίζω πως γίνεται ακριβώς η ίδια επίδειξη για πληρότητα ενημέρωσής τους, σχετικά με την εξέλιξη των ιστοριών από το υπνολάγνο κουτί της ΤV. 
Αυτή η αποκάλυψη των ιστοριών, που αποδομεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη ή του θεατή, στην σύγχρονη σύμμεικτη γλώσσα της πατρίδας μας λέγεται "σπόϊλερ". 
Καθώς σκεπτόμουν την ουσία του "σπόϊλερ", μου ήρθε στο νου το ερώτημα: 
-Γιατί κάποια βιβλία στην ζωή μας ή αντίστοιχα κάποιες κινηματογραφικές ταινίες που παίζει η τηλεόραση, οι άνθρωποι δεν δυσανασχετούν σαν τα διαβάσουν ή τις δουν για περισσότερες από μία φορές; Ειδικά σε σπουδαία κείμενα η ανάγνωση ή σε αγαπημένες ταινίες η παρακολούθηση μπορεί να φτάσουν οι επαναλήψεις σε σκανδαλώδεις αριθμούς καταργώντας την έννοια "σπόϊλερ".
Πιο συγκεκριμένα, πηγαίνοντας σε ένα θέατρο ή σηκώνοντας το βιβλίο στο ύψος των ματιών μας καθώς διαβάζουμε την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, όλοι ξέρουμε τι γίνεται στο τέλος. Ακόμη όταν παρακολουθούμε τον αξέχαστο Βασίλη Λογοθετίδη στο έργο «Ένας ήρως με παντούφλες», λίγο πολύ γνωρίζουμε αρκετές ατάκες του έργου, όμως με παιδική διάθεση μας απορροφά η ιστορία και χαιρόμαστε την διαδρομή των σκηνών καθώς μας ταξιδεύουν. 
Τι γίνεται εδώ; 
Οι ίδιοι άνθρωποι που αντιδρούν στην λογική του "σπόϊλερ" το ξεχνούν; 
Η απάντηση που έδωσα, χωρίς να διεκδικώ το βραβείο Νομπέλ, είναι πως κάπου μέσα στο μυαλό μας κρύβεται μια διαμάχη ανάμεσα στην κατανάλωση μέσα από την ηδονή της εντύπωσης και στην ψυχαγωγία που δεν στέκεται στο επιφανειακό, αλλά κατανοεί κάθε φορά σε διαφορετικό βάθος το ίδιο ερέθισμα. 
Θέλω να πιστεύω πως ο κάθε ένας από εμάς, δικαιούται να είναι κάποιες φορές καταναλωτής και άλλοτε να άγει την ψυχή του μέσα από αυτά που επιλέγει να τον ευχαριστήσουν. 
Ίσως ορισμένα πονήματα της Τέχνης, να μπορούν να εξυπηρετήσουν τόσο την περιέργεια της ιστορίας που φέρουν μέσα τους, όσο και την εμβάθυνση μέσα από πολλαπλές αναγνώσεις των μη προφανών, που τα φέρουν για τους υποψιασμένους.
Ο "υποψιασμένος" κατά την δική μου νοηματοδότηση στον παρόντα συλλογισμό, δεν είναι ο εκπαιδευτικά μορφωμένος, αλλά ο συναισθηματικά και λογικά διατιθέμενος να ταξιδέψει σε μια εμπειρία.
Νιώθω πως ο πτωτικός δείκτης του πολιτισμού μας, να τείνει να υψωθεί από τα μη προφανή της Τέχνης… που δεν τα κατακτάς πάντα με πτυχία.
Βέβαια οι μάστορες Δημιουργοί, οφείλουν να μη ξεχνούν και αυτούς που πλησιάζουν την Τέχνη με την περιέργεια που τους προσφέρει η καταναλωτική τους φύση...
Όλοι έχουμε δικαίωμα στην αδυναμία της εξελικτικής μας πορείας και είμαστε εξίσου υπέροχοι ως εν δυνάμει εξελικτέοι!

Κ.Ζ

Υ.Γ
Την εικόνα την δανείστηκα από αυτήν την σελίδα