Αν και ήταν Τρίτη και δέκα τρεις, αποδείχτηκε πολύ τυχερή η ημέρα αυτόν τον Φεβρουάριο, αφού έκλεισε όμορφα με την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης που η αξία της με οδήγησε να γράψω αυτό το ιδιόμορφο χρονογράφημα ταξιδιού μέσα απ' αυτήν.
Να ξεκινήσω από την τύχη που είχα να παρκάρω μπροστά από το Coronet theater, ενώ τα μαγαζιά ήταν ακόμη ανοιχτά. Δεν μπορούσα να το πιστέψω κοιτώντας πίσω μου το αυτοκίνητο και τον δρόμο, μονολογώντας συνεχώς την ερώτηση «πως έγινε αυτό;» Γενικώς δεν έχω ως προστάτη το λεγόμενο παρκαγγελούδι στις μετακινήσεις μου με το αυτοκίνητο.
Όταν κάθισα στην βαθειά ξύλινη βελούδινη πολυθρόνα του θεάτρου, άφησα τον εαυτό μου να γυρίσει σε αισθήσεις ενός μακρινού παρελθόντος, αυτού των κινηματογράφων της γενιάς μου. Δυστυχώς οι περισσότεροι απ' αυτούς έγιναν καταστήματα τροφίμων εδώ και δεκαετίες τώρα. Ενδεχομένως από τότε ήξεραν πως η τροφή του πνεύματος έπρεπε να περιοριστεί δίνοντας προβάδισμα στην ηδονή της κατανάλωσης.
Η ιταλική σκηνή του παλαιού κινηματογράφου που εδώ και τριάντα χρόνια είναι θέατρο, αλλά και η θέση μου που ήταν κοντά σε αυτην, με έκαναν να αισθανθώ από χαμηλά σαν μαθητούδι που κάποτε επισκεπτόμουν δειλά τα θέατρα για να μυηθώ στις ιεροτελεστίες των παραστάσεων.
Στη σκηνή, ένα φυλάκιο αριστερά μου, σαν αυτά που υπάρχουν στο Σύνταγμα και πίσω του το έργο του Φωκίωνα Ροκ που παρουσίαζε έναν αρχαίο οπλίτη εκτάδην κείμενο, που μοιάζει ενώ είναι σκοτωμένος να κοιμάται. Δηλαδή για όλους εμάς τους θεατές πίσω και πλάι από το φυλάκιο είχε μια όμορφη εικαστική αναπαράσταση του Άγνωστου Στρατιώτη.
Ο τίτλος του έργου «Το μπουφάν της Χάρλεϋ ή πάλι
καλά»
Το κείμενο ήταν του πλειστάκις βραβευμένου Βασίλη Κατσικονούρη. Τέλος η
ερμηνεία του θεατρικού μονολόγου που θα παρακολουθούσα ήταν της Μαριάννας
Τουμασάτου.
Δεν απέμενε τίποτε άλλο από την ολοκλήρωση του τρίτου κουδουνιού για να ξεκινήσει το ταξίδι στις αισθήσεις της τέχνης. Δίπλα μου σε αυτό το μοναχικό ταξίδι είχα τον αγαπημένο φίλο και συνάδελφο Γρηγόρη Τουμασάτο, που ενώ ήξερε το έργο, φαινόταν να το απολαμβάνει ως πρώτη φορά. Αυτό για όσους ξέρουν είναι λογικό, αφού ποτέ δεν είναι ίδιες οι προσλαμβάνουσές μας στα ερεθίσματα της τέχνης. Αν την πραγματική Τέχνη με την πρώτη φορά την αποδελτιώναμε λέγοντας «εντάξει την κατάλαβα», αυτό θα ήταν πολύ τραγικό για την ανθρωπότητα, γεγονός που πολύ φοβάμαι πως προωθείται μέσα από την εμπειρία της κατανάλωσης.
Η ιστορία του έργου απλή, όπως τα σπουδαία κείμενα που είναι πάντα απλά. Μια μάνα μέσα στη βροχή έρχεται φέρνοντας φαγητό στο παιδί της που είναι εύζωνος στον Άγνωστο Στρατιώτη. Ο λόγος που το κάνει είναι επειδή την αποφεύγει όταν του γκρινιάζει , τώρα στη σκοπιά, ο νέος δεν μπορεί να κουνηθεί ή να φύγει. Άρα τώρα θα την ακούσει θέλει δεν θέλει. Η μόνη αποδεκτή αντίδραση του ευζώνου είναι να κτυπήσει τον υποκόπανο του όπλου του στο έδαφος, αποθαρρύνοντας κάποιες φορές την μάνα να υπερβεί τα εσκαμμένα κατά την άνεση της ομιλίας της προς αυτόν.
Όλη η ζωή της μάνας από τα καπνοχώραφα της καταγωγής της μέχρι το σήμερα που δεν έρχεται πλέον ο γιος της στο σπίτι, θα ζωντανέψει στον υγρό καιρό της πλατείας Συντάγματος, πότε κάτω από την ομπρέλα της και άλλοτε μέσα από το όνειρό της πως βρίσκεται στο παρελθόν της νιότης της. Ένα υπέροχο ταξίδι ψυχής που εμείς οι άνθρωποι διστάζουμε να το κάνουμε σε κοινή θέα. Η ηρωίδα όμως, μας δείχνει πόσο πρέπει να ακυρωθεί το «Εγώ» μας, για να μπορέσουμε να δούμε έστω για μια φορά τη ζωή μας.
Αυτή η μάνα είναι θλιμμένη, πικραμένη, παράλογη κάποιες φορές, όμως δεν θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι παραιτημένη και νικημένη από την ίδια την ζωή. Έχει το πείσμα και το σθένος να θέλει να επικοινωνήσει σε αυτόν, όσα εκείνος δεν την άφησε να του πει τόσα χρόνια. Ακόμη κι όταν κοντεύει η ώρα να τον αλλάξουν στην φρουρά κι αυτή πρέπει να φύγει, θα ζητήσει μέσα από ένα γλυκό παιχνίδι την συναίνεσή του για μια νέα επίσκεψη.
Όταν βλέπουμε ένα θεατρικό έργο, αφήνουμε τις αισθήσεις μας αχαλίνωτα ελεύθερες να ταξιδέψουν στον γνωστικό μας κόσμο. Έτσι η ηρωίδα μπροστά στο μνημείο, μου έφερε στο νου μια άλλη χαμένη στις πτυχές της ιστορίας όμορφη που ζούσε στην Αθήνα, μπροστά στην αρχαία πύλη της Ρωμαϊκής αγοράς, έχοντας το σπίτι της πάνω ακριβώς από την βιβλιοθήκη του Πανταίνου. Η ξακουστή Ντουντού Ρόκ, πρόγονος και συγγενής του Φωκίωνα που λάξευσε τον Άγνωστο Στρατιώτη, έζησε δόξες· μέχρι και πίνακα έκαναν την ομορφιά της, αλλά όταν πέθανε ο πατέρας της και έχασαν την περιουσία τους βρέθηκε με την οικογένειά της στην Ευρώπη, όπου και χάθηκε μέσα στην φτώχεια και την εγκατάλειψη. Μια κραυγή αγωνίας της ηρωίδας ήθελε να μου πει πως δεν πρέπει να την αφήσει η ιστορία κι αυτήν να χαθεί όπως όλες τις κοπέλες. Πριν φύγουμε οι άνθρωποι θέλουμε να τακτοποιήσουμε όλες τις απορίες μας και εκείνη δεν τις είχε τακτοποιημένες ακόμη. Είχε ανοιχτά ζητήματα με την ίδια τη ζωή της.
Ένα βαθιά ανθρώπινο δράμα μέσα από ζυγισμένο κλαυσίγελο συντελέστηκε σε όλη την παράσταση μπροστά στα μάτια μου χωρίς να έχει τίποτε το σπουδαίο ή το ασυνήθιστο στο λόγο, γιατί τα αληθινά και τα σπουδαία έργα δεν σε εντυπωσιάζουν αλλά τα νιώθεις.
Όταν κορυφώθηκε η εξομολόγηση της μάνας ο βουβός σε όλο το έργο εύζωνας άφησε να υγρανθούν τα μάτια του για να καταλάβουμε πως δεν χρειάζεται απάντηση ο πόνος της ζωής του άλλου, αλλά αρκεί να τον ακούσουμε με την ψυχή μας. Δυστυχώς μου διέφυγε να διαβάσω κάπου στους συντελεστές το όνομα του ηθοποιού που με άγγιξε με την σιωπηλή υποκριτική του.
Η μουσική του έργου ήταν τόση όση χρειαζόταν για να αναδειχθούν τα συναισθήματα και το ταξίδι της ηρωίδας μέσα από την ψυχή της. Είναι σπουδαίο να μπορούν οι συντελεστές μιας παράστασης να υπηρετούν τον λόγο της ιστορίας και όχι τις δεξιότητές τους. Αυτό το έκαναν με επιτυχία όλοι, με πρωτομάστορα τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Σταύρου που ένωσε όλες τις δυνάμεις δημιουργίας και έδωσε αυτό το υπέροχο ταξίδι στα μάτια μας.
Αυτό που είπα μετά την παράσταση δίνοντας την εκτίμησή μου στην σπουδαία Μαριάννα Τουμασάτου, ήταν πως θα ήταν τιμή για κάθε συγγραφέα αν ο ηθοποιός με το παίξιμό του κατόρθωνε αυτό που έκανε εκείνη. Η Μαριάννα μπόρεσε και έγραψε με την υποκριτική της ξανά το έργο διευρύνοντας μαζί με όλους τους συντελεστές τον όγκο ψυχής που πρόσφερε σε εμάς τους θεατές της.
Χωρίς πολλά λόγια η Μαριάννα Τουμασάτου απλώς ήταν υπέροχη.
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Βασίλης Κατσικονούρης
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Σταύρου
Μουσική: Στέφανος Αδάμης
Σκηνογραφία: Ντέιβιντ Νεγρίν
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Γραφιστική επιμέλεια: Indigo Creative
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης
Μακιγιάζ: Ιωάννης Μιχαλέλης
Προβολή-Επικοινωνία: Μαρκέλλα Καζαμία, 6946507792
Παραγωγή: Erofili Productions
Ερμηνεύει: η Μαριάννα Τουμασάτου