21 Φεβρουαρίου 2015
Μου αρέσει να διαβάζω σκέψεις ανθρώπων που υπηρέτησαν το θέατρο, ψάχνοντας με αυτόν τον τρόπο, τις αντιστοιχίες και τις αποκλίσεις τους με το παρόν μας, ιχνηλατώντας το ήθος των εποχών.
Κάπως έτσι φυλλομέτρησα διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του αείμνηστου ηθοποιού Θεόδωρου Έξαρχου, που είχε εκδώσει το έτος 1998.
Οι σελίδες έκρυβαν μέσα στα γραμματικά σύμβολά τους, ένα λόγο ευθύ αλλά και ευγενικό συνάμα, που αγωνιούσε να «πει» χωρίς να προκαλέσει τις αλήθειες που βίωσε από την πολύχρονη πορεία του ο συγγραφέας στο χώρο του θεάματος.
Από τη ζωή έφυγε στις αρχές Μαίου του 2009, έχοντας διανύσει μετά την έκδοση του βιβλίου του μια δύσκολη δεκαετία που οφείλονταν κυρίως στο οδικό ατύχημα που υπέστη ο γιος του Δημήτρης, ταλαντούχος υπηρέτης του Θεάτρου από την θέση του σκηνοθέτη. Η δύσκολη αναπηρία του παιδιού του, άφησε την στοχαστική μελαγχολία της τραγωδίας στα μάτια του. Από το καλοκαίρι του 2012 έκλεισε αυτός το κύκλος πόνου, με την αναχώρηση του άτυχου Δημήτρη από την κατάσταση που κατ’ έθιμον ονομάζουμε ζωή.
Η μνήμη είναι πάντα λυτρωτική και κάπως έτσι αφήνω μικρά στίγματά της σε αυτό τον ηλεκτρονικό χώρο.
Διάλεξα λοιπόν να αναρτήσω ένα μικρό κεφάλαιο δύο σελίδων από το βιβλίο του Θεόδωρου Έξαρχου, που τιτλοφορείται «Το οδοιπορικό ενός ηθοποιού» των εκδόσεων Δωδώνη.
Η επικεφαλίδα του κεφαλαίου έχει τον τίτλο: Ένας αισιόδοξος επίλογος.
Γράφει λοιπόν ο συγγραφέας:
Κι όμως στην Ελλάδα υπάρχει ένα γόνιμο έμψυχο υλικό στο χώρο της Τέχνης. Αυτή είναι η αισιόδοξη πεποίθησή μου. Ποια κατάρα μας δέρνει κι αυτό το υλικό δεν μπορεί να συγκροτηθεί για να προωθήσει ένα ανώτερο πολιτιστικό επίπεδο; Πρώτα – πρώτα ευθύνονται οι θεσμικές δομές, η αδράνεια και η ολιγωρία της Πολιτείας, η έλλειψη φαντασίας και βούλησης των εκάστοτε αρμοδίων. Κι ακόμα ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι. Σκορπισμένοι και διασπασμένοι σε χίλια κομμάτια, αρκούμαστε στις σποραδικές ατομικές επιτεύξεις και δεν εντάσσουμε εύκολα τον εαυτό μας σ’ ένα κοινό όραμα κι έναν κοινό αγώνα μιας πολιτιστικής ανόρθωσης της χώρας μας. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες.
Υπάρχει όμως και μια βαθύτερη κακοδαιμονία. Γεμάτοι οίηση, νοσηρή καχυποψία και ενδόμυχα συμπλέγματα κατωτερότητας, είμαστε έτοιμοι κάθε στιγμή να υποβαθμίσουμε με την μεγαλύτερη ευκολία αυτό το έμψυχο υλικό που διαθέτουμε. Για να επιβεβαιώσουμε τη δική μας αξία και τη δική μας προσωπικότητα αρνιόμαστε κακόβουλα και ύπουλα την αξία των άλλων, αντλώντας από αυτή την άρνηση δύναμη υπαρξιακή. Έτσι όμως δημιουργούμε μια γενικότερη εικόνα καλλιτεχνικής αποξήρανσης, όπου δήθεν τα μόνα βλαστερά φυτά είναι κάποιοι ολίγοι και βέβαια ανάμεσα σ’ αυτούς απαραίτητα κι εμείς. Τι αφελής, αλήθεια, δικαίωση του εαυτού μας και τι ζημιά για τη συνολική συνειδητοποίηση και αξιοποίηση του καλλιτεχνικού δυναμικού της χώρας μας.
Τα συναισθήματα αυτά μα οδηγούν και σ’ έναν επαρχιωτικό θαυμασμό για ό,τι προέρχεται από το εξωτερικό. Υπέρμετρα αυστηροί για τους δικούς μας ανθρώπους, παραδεχόμαστε δουλικά χωρίς καμμία αμφισβήτηση οποιονδήποτε ξένο ηθοποιό ή σκηνοθέτη. Όταν είπα κάποτε ότι ο Κατράκης ήταν καλύτερος στον «Χορό του θανάτου» του Στρίντμπερκγκ από τον Λώρενς Ολιβιέ (έτυχε να τον δω), οι συνάδελφοι το δέχτηκαν με ειρωνικά χαμόγελα ή με εκρήξεις αποδοκιμασίας. Κι όμως, σας βεβαιώ τελείως αντικειμενικά, ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Διευκρινίζω μάλιστα ότι ο Ολιβιέ υπήρξε και παραμένει για μένα ένα είδωλο τεράστιας ακτινοβολίας. Αυτό όμως δεν με εμποδίζει και να το συγκρίνω ή να το αμφισβητώ κάποιες φορές.
Αξίζει νομίζω να μεταφέρω εδώ κάποιες σκέψεις από ένα πρόσφατο σημείωμα της Μαρίας Κατσουνάκη στην «Καθημερινή» , με αφορμή την «εκ νέου ανάφλεξη του συμπλέγματος κατωτερότητας», όπως γράφει, με την ευκαιρία της παράστασης της «Λυσιστράτης» του Πήτερ Χόλ στην Αθήνα: «Εύκολα και ανώδυνα παραχωρούμε το προβάδισμα στους άλλους όταν πρόκειται να υποβαθμίσουμε, με αυτό τον τρόπο, την εγχώρια πολιτιστική παραγωγή. Είναι ένας επιτυχής συνδυασμός αυτοτιμωρίας και απενοχοποίησης. Κατακρίνουμε, κατά κανόνα, το καλλιτεχνικό έργο που προκύπτει από τα ελληνικά χέρια, αποδοκιμάζουμε αβασάνιστα ό,τι η δική μας σκέψη και πράξη δημιουργεί».
Ποια κατάρα λοιπόν μας δέρνει. Ποιες ανασφάλειες, ποιες κακοπιστίες ποιες ανομολόγητες εχθρότητες, ποιες διανοουμενίστικες μεμψιμοιρίες, ποιοι βλακώδεις εγωισμοί, μας εμποδίζουν να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της αξίας του τεράστιου έμψυχου καλλιτεχνικού υλικού που διαθέτουμε; Θα το αντιληφθούν τουλάχιστον , κάποια φωτεινή στιγμή, οι εκάστοτε «αρμόδιοι» για να το οδηγήσουν, ενωμένο και ανανεωμένο, απαλλαγμένο από τα σαθρά στοιχεία, σε μια Πολιτιστική Ανάταση και στη δημιουργία μιας ευρύτερης Κουλτούρας; Γιατί το έμψυχο δυναμικό μας, πιστεύω ακράδαντα πως είναι η μόνη μας ελπίδα, η μόνη αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον!
Και για να μην παρεξηγηθώ, θέλω να διευκρινίσω ότι όλ’ αυτά που είπα δε σημαίνουν ότι πρέπει να δεχόμαστε αβασάνιστα τους πάντες και τα πάντα. Φτάνει η κρίση μας να είναι καλοπροαίρετη και αντικειμενική, με πνευματική διαύγεια και καθαρή ψυχή.
Και για να κλείσω αυτό το μικρό αφιέρωμα στην σκέψη του αείμνηστου Θεόδωρου Έξαρχου, θα ήθελα να σημειώσω ότι το ζήτημα δεν λύεται με όσες ευχές κι αν κάνουμε. Η αντίστοιχη παθογένεια βρίσκεται σε κάθε δημιουργικό χώρο, ακόμα και στους βάλτους των νωχελικών δημόσιων υπηρεσιών με άτομα που διεκπεραιώνουν ράθυμα τη γραφειοκρατία στα ωράρια εργασίας τους. Είναι θέμα Παιδείας το ξεπέρασμα αυτής της παθογένειας. Αυτή την Παιδεία δεν μπορεί κανένας να μας την προσφέρει, αν δεν βάλουμε ατομικά ερωτήματα στον εαυτό μας για να εξελιχθούμε.
Ειδικά για το θέατρο, καλό είναι να αποφεύγουν οι υπηρέτες του να επαίρονται τραγουδώντας το γνωστό «Ηθοποιός σημαίνει Φως», που με υπέροχο τρόπο ερμήνευσε ο Δημήτρης Χορν. Το «γιατί», μπορείτε να το καταλάβετε καλύτερα αν διαβάσετε το βιβλίο, που περιγράφει την παθογένεια της θεατρικής εκπαίδευσης του παρελθόντος, που δυστυχώς ακολουθεί η δυσωδία της μέχρι το "σήμερα" τα όνειρα των παιδιών που εμπνέονται από τα τηλεοπτικά, κίβδηλα πρόσωπα της πολιτικής ύπνωσης που προσφέρει η βιομηχανία του θεάματος.
Κ.Ζ
Διάλεξα λοιπόν να αναρτήσω ένα μικρό κεφάλαιο δύο σελίδων από το βιβλίο του Θεόδωρου Έξαρχου, που τιτλοφορείται «Το οδοιπορικό ενός ηθοποιού» των εκδόσεων Δωδώνη.
Η επικεφαλίδα του κεφαλαίου έχει τον τίτλο: Ένας αισιόδοξος επίλογος.
Γράφει λοιπόν ο συγγραφέας:
Κι όμως στην Ελλάδα υπάρχει ένα γόνιμο έμψυχο υλικό στο χώρο της Τέχνης. Αυτή είναι η αισιόδοξη πεποίθησή μου. Ποια κατάρα μας δέρνει κι αυτό το υλικό δεν μπορεί να συγκροτηθεί για να προωθήσει ένα ανώτερο πολιτιστικό επίπεδο; Πρώτα – πρώτα ευθύνονται οι θεσμικές δομές, η αδράνεια και η ολιγωρία της Πολιτείας, η έλλειψη φαντασίας και βούλησης των εκάστοτε αρμοδίων. Κι ακόμα ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι. Σκορπισμένοι και διασπασμένοι σε χίλια κομμάτια, αρκούμαστε στις σποραδικές ατομικές επιτεύξεις και δεν εντάσσουμε εύκολα τον εαυτό μας σ’ ένα κοινό όραμα κι έναν κοινό αγώνα μιας πολιτιστικής ανόρθωσης της χώρας μας. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες.
Υπάρχει όμως και μια βαθύτερη κακοδαιμονία. Γεμάτοι οίηση, νοσηρή καχυποψία και ενδόμυχα συμπλέγματα κατωτερότητας, είμαστε έτοιμοι κάθε στιγμή να υποβαθμίσουμε με την μεγαλύτερη ευκολία αυτό το έμψυχο υλικό που διαθέτουμε. Για να επιβεβαιώσουμε τη δική μας αξία και τη δική μας προσωπικότητα αρνιόμαστε κακόβουλα και ύπουλα την αξία των άλλων, αντλώντας από αυτή την άρνηση δύναμη υπαρξιακή. Έτσι όμως δημιουργούμε μια γενικότερη εικόνα καλλιτεχνικής αποξήρανσης, όπου δήθεν τα μόνα βλαστερά φυτά είναι κάποιοι ολίγοι και βέβαια ανάμεσα σ’ αυτούς απαραίτητα κι εμείς. Τι αφελής, αλήθεια, δικαίωση του εαυτού μας και τι ζημιά για τη συνολική συνειδητοποίηση και αξιοποίηση του καλλιτεχνικού δυναμικού της χώρας μας.
Τα συναισθήματα αυτά μα οδηγούν και σ’ έναν επαρχιωτικό θαυμασμό για ό,τι προέρχεται από το εξωτερικό. Υπέρμετρα αυστηροί για τους δικούς μας ανθρώπους, παραδεχόμαστε δουλικά χωρίς καμμία αμφισβήτηση οποιονδήποτε ξένο ηθοποιό ή σκηνοθέτη. Όταν είπα κάποτε ότι ο Κατράκης ήταν καλύτερος στον «Χορό του θανάτου» του Στρίντμπερκγκ από τον Λώρενς Ολιβιέ (έτυχε να τον δω), οι συνάδελφοι το δέχτηκαν με ειρωνικά χαμόγελα ή με εκρήξεις αποδοκιμασίας. Κι όμως, σας βεβαιώ τελείως αντικειμενικά, ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Διευκρινίζω μάλιστα ότι ο Ολιβιέ υπήρξε και παραμένει για μένα ένα είδωλο τεράστιας ακτινοβολίας. Αυτό όμως δεν με εμποδίζει και να το συγκρίνω ή να το αμφισβητώ κάποιες φορές.
Αξίζει νομίζω να μεταφέρω εδώ κάποιες σκέψεις από ένα πρόσφατο σημείωμα της Μαρίας Κατσουνάκη στην «Καθημερινή» , με αφορμή την «εκ νέου ανάφλεξη του συμπλέγματος κατωτερότητας», όπως γράφει, με την ευκαιρία της παράστασης της «Λυσιστράτης» του Πήτερ Χόλ στην Αθήνα: «Εύκολα και ανώδυνα παραχωρούμε το προβάδισμα στους άλλους όταν πρόκειται να υποβαθμίσουμε, με αυτό τον τρόπο, την εγχώρια πολιτιστική παραγωγή. Είναι ένας επιτυχής συνδυασμός αυτοτιμωρίας και απενοχοποίησης. Κατακρίνουμε, κατά κανόνα, το καλλιτεχνικό έργο που προκύπτει από τα ελληνικά χέρια, αποδοκιμάζουμε αβασάνιστα ό,τι η δική μας σκέψη και πράξη δημιουργεί».
Ποια κατάρα λοιπόν μας δέρνει. Ποιες ανασφάλειες, ποιες κακοπιστίες ποιες ανομολόγητες εχθρότητες, ποιες διανοουμενίστικες μεμψιμοιρίες, ποιοι βλακώδεις εγωισμοί, μας εμποδίζουν να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της αξίας του τεράστιου έμψυχου καλλιτεχνικού υλικού που διαθέτουμε; Θα το αντιληφθούν τουλάχιστον , κάποια φωτεινή στιγμή, οι εκάστοτε «αρμόδιοι» για να το οδηγήσουν, ενωμένο και ανανεωμένο, απαλλαγμένο από τα σαθρά στοιχεία, σε μια Πολιτιστική Ανάταση και στη δημιουργία μιας ευρύτερης Κουλτούρας; Γιατί το έμψυχο δυναμικό μας, πιστεύω ακράδαντα πως είναι η μόνη μας ελπίδα, η μόνη αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον!
Και για να μην παρεξηγηθώ, θέλω να διευκρινίσω ότι όλ’ αυτά που είπα δε σημαίνουν ότι πρέπει να δεχόμαστε αβασάνιστα τους πάντες και τα πάντα. Φτάνει η κρίση μας να είναι καλοπροαίρετη και αντικειμενική, με πνευματική διαύγεια και καθαρή ψυχή.
Και για να κλείσω αυτό το μικρό αφιέρωμα στην σκέψη του αείμνηστου Θεόδωρου Έξαρχου, θα ήθελα να σημειώσω ότι το ζήτημα δεν λύεται με όσες ευχές κι αν κάνουμε. Η αντίστοιχη παθογένεια βρίσκεται σε κάθε δημιουργικό χώρο, ακόμα και στους βάλτους των νωχελικών δημόσιων υπηρεσιών με άτομα που διεκπεραιώνουν ράθυμα τη γραφειοκρατία στα ωράρια εργασίας τους. Είναι θέμα Παιδείας το ξεπέρασμα αυτής της παθογένειας. Αυτή την Παιδεία δεν μπορεί κανένας να μας την προσφέρει, αν δεν βάλουμε ατομικά ερωτήματα στον εαυτό μας για να εξελιχθούμε.
Ειδικά για το θέατρο, καλό είναι να αποφεύγουν οι υπηρέτες του να επαίρονται τραγουδώντας το γνωστό «Ηθοποιός σημαίνει Φως», που με υπέροχο τρόπο ερμήνευσε ο Δημήτρης Χορν. Το «γιατί», μπορείτε να το καταλάβετε καλύτερα αν διαβάσετε το βιβλίο, που περιγράφει την παθογένεια της θεατρικής εκπαίδευσης του παρελθόντος, που δυστυχώς ακολουθεί η δυσωδία της μέχρι το "σήμερα" τα όνειρα των παιδιών που εμπνέονται από τα τηλεοπτικά, κίβδηλα πρόσωπα της πολιτικής ύπνωσης που προσφέρει η βιομηχανία του θεάματος.
Κ.Ζ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου