Για την μέρα θεάτρου






Για την θεσπισμένη γιορτή της ημέρας του θεάτρου, αρχικά σκέφτηκα πως δεν πρέπει να πω ή να γράψω τίποτε απολύτως. Άλλαξα όμως γνώμη, σαν συλλογίστηκα πως η σιωπή κάποιες φορές επιτρέπει να αποθρασύνεται ο θόρυβος. Έτσι θεώρησα πιο ταιριαστό να γράψω κάτι από τα λόγια ενός ανθρώπου που περπάτησε πιο ψηλά και μέσα σ' όλα τα όμορφα κι άσχημα της ζωής που οίδε, μπόρεσε να νιώσει με νου και καρδιά καί τη ρίζα της σκέψης του θεάτρου. Ως γνήσιος Έλλην, δεν κράτησε την γνώση μακριά από το βίωμα, όσο κι αν αυτή η αρμονία της ζωής είναι άγνωστη στις μέρες μας. Έτσι σήκωσα από το ράφι της βιβλιοθήκης μου την Γκέμμα και γύρισα τις σελίδες του βιβλίου μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο. Θα γράψω εδώ την τελευταία παράγραφο από το έργο της ζωής του Δημήρη Λιαντίνη, άγνωστου σε όσους περιφέρουν σαν αδηφάγα εγωκεντρικά παιδιά στους δήμους τις ανάγκες τους.
Ταξιδεύουμε στη γή, όπως οι Δίδουμοι στον ουρανό. Με τη μέρα μας θνητή, που η αψευδής γνώση για τη μοίρα μας τηνε κάνει σχεδόν αθάνατη.
Το θέατρο, σκέφτομαι, δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από την δύναμη ή την νοσηρότητα της σκέψης των ανθρώπων να χορταίνουν τις ανάγκες τους. 

Κώστας Ζωγραφόπουλος

Τα κατευόδια της ζωής μας



Αυτό το άρθρο γράφτηκε πριν έξι χρόνια. Σήμερα διαβάζοντας στο σπίτι μας Παπαδιαμάντη, τα λόγια του άγιου Αλέξανδρου μου θύμισαν μια τούρκικη παροιμία που είχε διασταυρωθεί κάποτε και με την δική μου ζωή. Ακούγοντας να παίζει το νάϊ των δερβίσηδων, θέλησα να ανασύρω αυτήν την παλιά ανάρτηση ως μνημόσυνο στην ζωή που φεύγει και δεν πρέπει να την φοβόμαστε, αλλά να την κοιτάμε θαρρετά με στοχασμό. Άλλωστε το μέτρο του Θεού το έχουμε μέσα μας. Μένει μόνο να  το φέρουμε στο φως ...

 http://dragasia.blogspot.com/2013/01/blog-post_3.html
από τις 1/3/2013


Από όλες τις συναντήσεις πιο πολύ με συγκινούν τα κατευόδια των ανθρώπινων σχέσεων. Έχουν μέσα τους λόγια χαρούμενα που κρύβουν επιμελώς μια θλίψη που ελέγχεται. Τόσο ο ταξιδευτής όσο και αυτός που παραμένει, έχουν μια κοινή αγωνία για το νέο που έρχεται και το άγνωστο που περιμένει στην εξέλιξη της ζωής. 
Θυμάμαι μια φωτογραφία που είχε ο πατέρας μου βγαλμένη πριν το σαλπάρισμα του πλοίου που θα έστελνε το φίλο του στην Αυστραλία. Δυο παλικάρια με κουστούμια της δεκαετίας του ΄50, έστεκαν αμήχανα στον φακό του περαστικού φωτογράφου να τους κλέψει τη στιγμή. Πιο πολύ θυμάμαι την συγκρατημένη έκφραση του κάθε φορά που την έβλεπε, μια και δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά με τον Λεωνίδα, εκείνος έμεινε για πάντα στα χώματα της μακρινής ηπείρου χωρίς να έρθει γράμμα ξανά με τα λόγια… «Από υγείαν είμαι καλώς, το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς …» 
Πέρασαν τα χρόνια και μέσα σε τούτα ζήσαμε όλοι μας μικρά και μεγάλα κατευόδια που συνήθως αποφεύγουμε να τα φέρουμε σε τρεμάμενα χείλη, μια και δεν τα προφέρουμε με το πραγματικό τους όνομα που είναι «μικροί και μεγάλοι θάνατοι». Ως τέτοιοι νοούνται τα όμορφα φιλικά γλέντια μας, οι χαμένοι έρωτες, τα ταξίδια που ζήσαμε, και οι ξεχασμένοι καθρέφτες που φιλοξένησαν την εικόνα μας… Το άσχημο στη ζωή μας δεν είναι το ότι ζούμε τέτοιες καταστάσεις θανάτων, αλλά πως δεν τους αντιλαμβανόμαστε. 
Αποφεύγουμε να είμαστε στο παρόν του βιώματος και στέλνουμε κάθε στιγμή να πατήσει το μυαλό μας σε ένα παρελθόν μιλώντας για το μέλλον… Μέσα από αυτές τις σκέψεις τα βήματα μου περπάτησαν αργά το μωσαϊκό του ήρεμου νοσοκομειακού διαδρόμου, για να φτάσουν στην πόρτα του δωματίου που φιλοξενούσε τον Θειό μου. Μπήκαν πρώτα τα μεγαλωμένα εγγόνια του και φρόντισα να εμφανιστώ με χαμόγελο ανάμεσα τους λέγοντας σε αυτόν: 
- Τελικά έχεις πολύ όμορφα εγγόνια , τυχερός είσαι!  
Ένα χαμόγελο που έκρυβε αμηχανία για το ποιος είμαι, έκανε το κεφάλι του να κινείται ανάμεσα στα εγγόνια, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα παιδιά. Κράτησε μερικά δευτερόλεπτα η αγωνία αναγνώρισης που περίμενε να του δώσουν τη λύση της οι άλλοι, για να πει στη συνέχεια με ευγένεια και αυτοκυριαρχία: 
-Ποιος είναι ο κύριος;  
Η ταλαιπωρία της υγείας του καθώς και το φυτρωμένο μούσι που έχω τελευταία ήταν τα εμπόδια για την άμεση αναγνώριση. 
Το χαμόγελο και η διάθεση να μιλήσουμε ήρθαν σε πληρότητα μόλις του είπα το όνομα μου. Κάποια στιγμή στην περαστική νοσοκόμα αποκρίθηκε όλο καμάρι κάνοντας νεύμα προς εμάς:  
-Αυτοί είναι το σόι μου! 
Σε κάποια στιγμή ανεβάζω ένα ημιτόνιο τη φωνή μου και τον ρωτώ: 
-Πες μου αυτήν την παροιμία που λέει πως ο κόσμος είναι ένα τσέρκι, την θέλω όμως στα τούρκικα. 
Το χαμόγελο από τις επιτυχημένες μάχες της ζωής του άστραψε και χωρίς καθυστέρηση μου λέει: - Μπου ντουνιά τσέρκι φιλέκ. Ασκουλσουν τσαβαρινέ 
Εκείνο το «μπου» που άρχισε να λέει… ήταν υγρό γεμάτο ζωή και έκφραση επιθυμίας. Μόλις τελείωσε το επανέλαβε σε μετάφραση όλο νόημα, λέγοντας πως αυτός ο κόσμος είναι ένα τσέρκι (κύκλος) χαρά σε αυτόν που τον γυρίζει. 
Ναι για κοντά ενενήντα χρόνια γύρισε το δικό του τσέρκι από την προσφυγική Θεσσαλονίκη έως τις γειτονιές του Πειραιά, δημιουργώντας όνειρα, επιτυχίες, λύπες και δράματα σε μια πλήρη ζωή. 
Μου ζητούσε κάποτε να του ζωγραφίσω ένα πίνακα «ζωντανό» και να έχει ως εικόνα μια τρύπα στο νερό. Συνέχισε να μου τον αναφέρει ως επιθυμία καθιστός στο γραφείο του υφαντηρίου του και όταν έφυγε για παντοτινό ταξίδι και ο αγαπημένος ξάδερφος και γιος από κοντά μας. 
Ποτέ δεν τον ζωγράφισα χωρίς να ξέρω το γιατί. 
Αργότερα κατάλαβα ότι καλά έπραξα μια και τα πολύ σκληρά θέματα της ζωής μας δεν ζωγραφίζονται, αλλά τα στοχαζόμαστε. 
Τούτη είναι η κυτταρική εντολή παιδείας των Ελλήνων από την εποχή που ακόμα μιλούσαν μέσα από τραγωδίες. Αυτή ήταν η φιλοσοφία του για τη ζωή έστω και αν πάντα ήθελε να δημιουργεί και να έχει τον γνωστικό έλεγχο γύρω του. 
Πίσω από την εμπειρία της ζωής του, κρυβόταν η κυρίαρχη φιλοσοφική αντίθεση πως τα πάντα είναι ένα τίποτα, αλλά εμείς για να κρατηθούμε σε αυτή τη ζωή παλεύουμε να δώσουμε εικόνα, αισθήματα, και ύλη στο τίποτα της ζωής μας. 
Παραδόξως αυτή η αντάμωση ήταν για μένα ένα ακόμη κατευόδιο σε αυτή την συνύπαρξη που είχαμε με αυτόν τον άνθρωπο στη ζωή ξεκινώντας από ένα μακρινό παρελθόν που ήμουν μικρός, και φτάνοντας μέχρι τα μεγάλα μου. 
Θυμάμαι ακόμη την μαϊμού με τα λάστιχα που κουνούσε πόδια και χέρια όταν την έφερε δώρο μπροστά στα έκπληκτα τότε παιδικά μου μάτια. Ναι είχα μέσα μου μια χαρά σε αυτή τη συνάντηση, γιατί αλλάξαμε χαμόγελα και ζωή σε αυτόν τον ντόκο που βρεθήκαμε περιμένοντας την επιβίβαση και το σαλπάρισμα του προς το άγνωστο. 
Κάποια στιγμή έφτιαξα εικόνες και για τη δική μου σειρά που θα αφήσω το κοντινό και ευρύτερο σόι μου, και ένιωσα ήρεμος. 
Σήμερα δυο μέρες μετά έμαθα πως σωστά ένιωσα τη χαρά του αποχαιρετισμού. Στην ουσία έχω φτιάξει ένα δικό μου ψέμα για αυτούς τους μικρούς και μεγάλους αποχαιρετισμούς της ζωής μας, που με κάνει να ηρεμώ και να προετοιμάζομαι για το δικό μου ταξίδι. 
Έχω την αίσθηση πως δεν πάμε μακριά, αλλά πίσω από τον καθρέφτη που κοιτάμε. Δεν θα συναντηθούμε ξανά ποτέ με όσους κοιταχτήκαμε παρά μόνο τα λόγια μας μένουν ζωντανά που είναι στην ουσία ο καθρέφτης και περιμένουν το σπάσιμο να χαθούν κι αυτά. Άλλωστε το φως βγαίνει μόνο από τα μάτια μας και ο καθρέφτης μας δείχνει την εικόνα. Πίσω από αυτόν είναι ακριβώς το ίδιο τοπίο, μα εντελώς σκοτεινά, μια και δεν υπάρχουν μάτια που κοιτούν την εικόνα τους. 




Η μετάλλαξη των κατοίκων της Ευρώπης έχει αρχίσει...




Τα λιμάνια στην ιστορία έδειχναν την πολιτισμική κουλτούρα του λαού που τα δημιούργησε. Σήμερα τα λιμάνια σε όλον τον κόσμο "δείχνουν" τον κατακτητή του λαού που ζει και εξαρτάται γύρω από αυτά. 
 Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, οφείλει να φέρει μέσα του πέραν της απλής περιέργειας της υπόθεσης, πολλά περισσότερα στοιχεία, έστω κι αν αυτά δεν είναι επιθυμητά από το μάρκετινγκ της κατιούσας εγκεφαλικής εξέλιξης των ανθρώπων. 
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο Αθιβολή που περιγράφει την Τεργέστη του 19ου αιώνα. Ας σκεφτούμε αν το διαφορετικό της συνύπαρξης των ανθρώπων σε μία παγκόσμια οικονομία καταστρέφει την ομοιογένεια των εθνοτήτων, ή μήπως ενισχύει την ενδυνάμωση των διαφορετικών αξιών σε ένα στίβο υγιούς συνύπαρξης. 
Σίγουρα κάτι διαφορετικό θα είχε στο μυαλό του ο Ρήγας, όταν έφτιαχνε την χάρτα του, από αυτό που συμβαίνει σήμερα καθώς μεθοδεύεται η γενετική και πνευματική αλλαγή των κατοίκων της Ευρώπης σε μία ελεγχόμενη μάζα καταναλωτικών υπανθρώπων. Δύσκολα ερωτήματα για όσους αντιμετωπίζουν την ζωή μας ως ένα συμβάν «σέλφι»… Όμως είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση των ερωτημάτων αυτών αν θέλουμε να μην είμαστε μέρος, ως όμηροι, της παγκόσμιας εκτροφής. Μιας εκτροφής καταναλωτών από ανόητα αφεντικά που δεν βλέπουν πως κόβουν το κλαδί του ανθρώπινου είδους στο οποίο και οι ίδιοι κάθονται επάνω… Πράγματι, όπως μας λέει ο Ησίοδος, πρέπει να εξελισσόμαστε καθοδικά στο πιο ανόητο είδος επί της γης, κι ας νομίζουμε λανθασμένα πως η ευτέλεια της νόησης βρίσκεται στα ραδίκια και τα βλί(η)τα. 
Η μετάλλαξη των κατοίκων της Ευρώπης έχει αρχίσει... 
Κ.Ζ 
___________________________________________________________________________________

Όταν έφτασαν στην Τεργέστη, από ανοιχτά ακόμη πριν στρέψει κατά τα δεξιά ο καπετάνιος το πλοίο, ο Νικήτας είχε πιάσει μια θέση στην πλώρη και αγνάντευε για ώρα τις λοφώδεις ακτές. Όπως έβλεπε το τοπίο, δεν έμοιαζε καθόλου με την Κρητική αγριάδα των Λευκών Ορέων που ξεπερνούσαν τα δυο χιλιόμετρα μπόι προς τ’ αστέρια. 
Το εμπόριο, σκεφτόταν ο Νικήτας, γίνεται πάνω στις ευκολίες της φύσης. Οι ευκολίες δίνουν ομορφάδες, αλλά με ένα φύσημα όλα μπορεί να σκορπίσουν. Τα μπαμπακένια χέρια των ανθρώπων στους κάμπους, σαν δεν έχουν δύναμη για κράτημα όπως αυτά που σκαρφαλώνουν σε βράχια, δε σφίγγουν αετίσια ό,τι πιάνουν, γιατί εύκολα χάνουν απ’ εκείνον που ξέρει να τραβά. 
Όσο πλησίαζαν, ένα πρωτόγνωρο τοπίο ανοιγόταν στα μάτια του και η αγωνία του μεγάλωνε καθώς άκουγε τα προστάγματα του καπετάνιου που έδινε οδηγίες για το πλεύρισμα του σκάφους στην προβλήτα. Το πέταγμα του σχοινιού για το δέσιμο από τους υπαλλήλους του λιμανιού έγινε και τα σχοινένια παραβλήματα(1) βοήθησαν το ξύλινο σκαρί να ακουμπήσει με ασφάλεια την πέτρινη προβλήτα. Ήταν αυτό το άγγιγμα του σκαριού με την στεριά ένας απαλός χαιρετισμός, σαν αυτόν που οι κούπες ενώνονται στον αέρα για να πιουν το κρασί οι άντρες, σε καλωσορίσματα της ζωής. Ένα τέτοιο αντάμωμα του θαλασσόκοπου σκαριού με το ασάλευτο πέτρινο όριο που χωρίζει τη στεριά από τη θάλασσα, ήταν το απαλό χτύπημά του. 
Οι απαραίτητες διατυπώσεις κατά την άφιξη του πλοίου έγιναν από τους τελωνειακούς υπαλλήλους και πιστοποιήθηκε η νομιμότητα και η καταλληλότητά των φορτίων που μετέφερε, επιτρέποντας με το σφράγισμα των εγγράφων την εκφόρτωση. 
Περιμένοντας την τελευταία σφραγίδα έγκρισης που θα λάμβανε ο έμπορος, ώστε να ξεκινήσει η εκφόρτωση, αργούσαν. Γνωστοί από την προβλήτα, άρχισαν το ψάξιμο του αρμόδιου κρατικού υπαλλήλου, κατ’ εντολή του Ζώσιμου που για πρώτη φορά ο Νικήτας τον έβλεπε εκνευρισμένο. Ο υπάλληλος του λιμανιού επέστρεψε λίγο αργότερα κάθιδρος, ζητώντας συγνώμη αρκετές φορές από τον Ζώσιμο. Τον είχε καθυστερήσει ο προϊστάμενός του που τον έψαχνε εναγωνίως για να σφραγίσει το έγγραφο, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να αποβιβαστούν. Υπήρχε κίνδυνος να μείνουν το βράδυ μέσα στο σκάφος αν δεν τα κατάφερνε. Η αγωνία του είχε φτάσει στο απροχώρητο, σκεφτόμενος πως ο έμπορος τον είχε απλόχερα ευεργετήσει αρκετές φορές κατά το παρελθόν. Δίνοντας το επικυρωμένο από τον διευθυντή έγγραφο στον καπετάνιο, ανακουφίστηκε βλέποντας πιο πίσω τον Ζώσιμο να του κουνά το κεφάλι χαμογελώντας, σαν να του έλεγε: Ευτυχώς για σένα, τα κατάφερες την τελευταία στιγμή. 
Ο Νικήτας κοιτούσε εντυπωσιασμένος το πλήθος των ανθρώπων που κινούνταν σε μια ακατανόητη γι αυτόν συνύπαρξη, με διαφορετικά αντικείμενα εργασιών σε μια τόσο μεγάλη έκταση του λιμανιού. Ξύλινα χειρήλατα καρότσια διαφόρων μεγεθών διασταύρωναν τις πορείες τους με έφιππους πάνω στην πολύβουη προβλήτα, ενώ τα ημίψηλα καπέλα που φορούσαν ευθυτενείς κύριοι με φράκο, μπερδεύονταν στο εμπορικό τοπίο με τα φέσια και τις βράκες των εργατών που με ροζιασμένα χέρια σήκωναν το βάρος των εμπορευμάτων. Έλληνες, Σέρβοι, Εβραίοι, Αυστριακοί, Γερμανοί, Ολλανδοί και Γάλλοι, ήσαν ένα κράμα εμπόρων που συνυπήρχαν στην ανθούσα οικονομικά πόλη. Στρατιώτες, τελωνιακοί, εργάτες μεταφορών, ναύτες, καθαριστές, περίεργοι, κάρα με αγωγιάτες, τεχνίτες γερανών, κατασκευαστές όλων των ειδικοτήτων, μπλέκονταν όλοι μεταξύ τους με κινήσεις που είχαν αφετηρία και προορισμό στις εργασίες τους, σαν τα μυρμήγκια. 
Ο Ζώσιμος σήκωσε το χέρι του δείχνοντας αρχικά αμίλητος τα κτήρια που δέσποζαν μπροστά στο λιμάνι, έχοντας διάθεση να διασκεδάσει την περιέργεια του Νικήτα. Ήταν η πρώτη ξενάγηση, χωρίς να δώσει πολλές πληροφορίες, για ότι έβλεπε ο νεαρός άντρας. «Αυτή είναι η Τεργέστη. Σε αρκετά από αυτά τα κτήρια θα πάμε. Θα κάνουμε επίσκεψη κάθε μέρα και σε ένα, εκτός από αυτό που θα πάμε πολλές φορές» είπε ο Ζώσιμος, δείχνοντας στην παραλία ένα μεγαλοπρεπές κτίριο, την ώρα που πλησίαζε η άμαξα για να επιβιβαστούν. «Ποιο, αυτό με τον τρούλο;» ρώτησε ο Νικήτας. «Ναι, αυτό με τα αγάλματα στο ύψος της σκεπής και τον τρούλο πιο πάνω, είναι το Παλάτσο (2) Καρτσιώτη»  απάντησε ο Ζώσιμος, συμπληρώνοντας με καμάρι «δικό μας κτίριο, της Ελληνικής κοινότητας. Σε αυτό θα έρθουμε πολλές φορές για τις δουλειές μας». 
Οι ρόδες της άμαξας κύλησαν όταν έσκασε στον αέρα το ανεβοκατέβασμα του καμουτσικιού από τον αμαξά. Τα άλογα υπάκουσαν στο ταυτόχρονο χτύπημα των γκεμιών στα καπούλια τους και ξεκίνησαν να βαδίζουν την στρωτή ανηφοριά του δρόμου. 


(1)Τα μπαλόνια των πλοίων στα πλευρά τους. 


(2) Σχεδιάστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Matteo Pertsch για τον Έλληνα έμπορο Δημήτριο Καρυτσιώτη ή Καρτσιώτη που εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη το 1775, όπου και κατείχε σημαντική θέση στην ελληνική κοινότητα της πόλης. Το 1798 αγόρασε τέσσερα συνεχόμενα ακίνητα και τα διαμόρφωσε στο γνωστό Palazzo Carciotti.Την ίδια χρονιά διαθέτει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την ίδρυση της Σχολής Καρυτσιώτη στην γενέτειρά του, τον Άγιο Ιωάννη Κυνουρίας. Πέθανε άτεκνος το 1819 σε ηλικία 78 ετών, με τις δωρεές του να μην περιορίζονται μόνο στην Τεργέστη, αλλά και σε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια της Ελλάδος. Ο ανιψιός του Προκόπιος Καρτσιώτης, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1820 στην Τεργέστη.