Η μετάλλαξη των κατοίκων της Ευρώπης έχει αρχίσει...




Τα λιμάνια στην ιστορία έδειχναν την πολιτισμική κουλτούρα του λαού που τα δημιούργησε. Σήμερα τα λιμάνια σε όλον τον κόσμο "δείχνουν" τον κατακτητή του λαού που ζει και εξαρτάται γύρω από αυτά. 
 Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, οφείλει να φέρει μέσα του πέραν της απλής περιέργειας της υπόθεσης, πολλά περισσότερα στοιχεία, έστω κι αν αυτά δεν είναι επιθυμητά από το μάρκετινγκ της κατιούσας εγκεφαλικής εξέλιξης των ανθρώπων. 
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο Αθιβολή που περιγράφει την Τεργέστη του 19ου αιώνα. Ας σκεφτούμε αν το διαφορετικό της συνύπαρξης των ανθρώπων σε μία παγκόσμια οικονομία καταστρέφει την ομοιογένεια των εθνοτήτων, ή μήπως ενισχύει την ενδυνάμωση των διαφορετικών αξιών σε ένα στίβο υγιούς συνύπαρξης. 
Σίγουρα κάτι διαφορετικό θα είχε στο μυαλό του ο Ρήγας, όταν έφτιαχνε την χάρτα του, από αυτό που συμβαίνει σήμερα καθώς μεθοδεύεται η γενετική και πνευματική αλλαγή των κατοίκων της Ευρώπης σε μία ελεγχόμενη μάζα καταναλωτικών υπανθρώπων. Δύσκολα ερωτήματα για όσους αντιμετωπίζουν την ζωή μας ως ένα συμβάν «σέλφι»… Όμως είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση των ερωτημάτων αυτών αν θέλουμε να μην είμαστε μέρος, ως όμηροι, της παγκόσμιας εκτροφής. Μιας εκτροφής καταναλωτών από ανόητα αφεντικά που δεν βλέπουν πως κόβουν το κλαδί του ανθρώπινου είδους στο οποίο και οι ίδιοι κάθονται επάνω… Πράγματι, όπως μας λέει ο Ησίοδος, πρέπει να εξελισσόμαστε καθοδικά στο πιο ανόητο είδος επί της γης, κι ας νομίζουμε λανθασμένα πως η ευτέλεια της νόησης βρίσκεται στα ραδίκια και τα βλί(η)τα. 
Η μετάλλαξη των κατοίκων της Ευρώπης έχει αρχίσει... 
Κ.Ζ 
___________________________________________________________________________________

Όταν έφτασαν στην Τεργέστη, από ανοιχτά ακόμη πριν στρέψει κατά τα δεξιά ο καπετάνιος το πλοίο, ο Νικήτας είχε πιάσει μια θέση στην πλώρη και αγνάντευε για ώρα τις λοφώδεις ακτές. Όπως έβλεπε το τοπίο, δεν έμοιαζε καθόλου με την Κρητική αγριάδα των Λευκών Ορέων που ξεπερνούσαν τα δυο χιλιόμετρα μπόι προς τ’ αστέρια. 
Το εμπόριο, σκεφτόταν ο Νικήτας, γίνεται πάνω στις ευκολίες της φύσης. Οι ευκολίες δίνουν ομορφάδες, αλλά με ένα φύσημα όλα μπορεί να σκορπίσουν. Τα μπαμπακένια χέρια των ανθρώπων στους κάμπους, σαν δεν έχουν δύναμη για κράτημα όπως αυτά που σκαρφαλώνουν σε βράχια, δε σφίγγουν αετίσια ό,τι πιάνουν, γιατί εύκολα χάνουν απ’ εκείνον που ξέρει να τραβά. 
Όσο πλησίαζαν, ένα πρωτόγνωρο τοπίο ανοιγόταν στα μάτια του και η αγωνία του μεγάλωνε καθώς άκουγε τα προστάγματα του καπετάνιου που έδινε οδηγίες για το πλεύρισμα του σκάφους στην προβλήτα. Το πέταγμα του σχοινιού για το δέσιμο από τους υπαλλήλους του λιμανιού έγινε και τα σχοινένια παραβλήματα(1) βοήθησαν το ξύλινο σκαρί να ακουμπήσει με ασφάλεια την πέτρινη προβλήτα. Ήταν αυτό το άγγιγμα του σκαριού με την στεριά ένας απαλός χαιρετισμός, σαν αυτόν που οι κούπες ενώνονται στον αέρα για να πιουν το κρασί οι άντρες, σε καλωσορίσματα της ζωής. Ένα τέτοιο αντάμωμα του θαλασσόκοπου σκαριού με το ασάλευτο πέτρινο όριο που χωρίζει τη στεριά από τη θάλασσα, ήταν το απαλό χτύπημά του. 
Οι απαραίτητες διατυπώσεις κατά την άφιξη του πλοίου έγιναν από τους τελωνειακούς υπαλλήλους και πιστοποιήθηκε η νομιμότητα και η καταλληλότητά των φορτίων που μετέφερε, επιτρέποντας με το σφράγισμα των εγγράφων την εκφόρτωση. 
Περιμένοντας την τελευταία σφραγίδα έγκρισης που θα λάμβανε ο έμπορος, ώστε να ξεκινήσει η εκφόρτωση, αργούσαν. Γνωστοί από την προβλήτα, άρχισαν το ψάξιμο του αρμόδιου κρατικού υπαλλήλου, κατ’ εντολή του Ζώσιμου που για πρώτη φορά ο Νικήτας τον έβλεπε εκνευρισμένο. Ο υπάλληλος του λιμανιού επέστρεψε λίγο αργότερα κάθιδρος, ζητώντας συγνώμη αρκετές φορές από τον Ζώσιμο. Τον είχε καθυστερήσει ο προϊστάμενός του που τον έψαχνε εναγωνίως για να σφραγίσει το έγγραφο, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να αποβιβαστούν. Υπήρχε κίνδυνος να μείνουν το βράδυ μέσα στο σκάφος αν δεν τα κατάφερνε. Η αγωνία του είχε φτάσει στο απροχώρητο, σκεφτόμενος πως ο έμπορος τον είχε απλόχερα ευεργετήσει αρκετές φορές κατά το παρελθόν. Δίνοντας το επικυρωμένο από τον διευθυντή έγγραφο στον καπετάνιο, ανακουφίστηκε βλέποντας πιο πίσω τον Ζώσιμο να του κουνά το κεφάλι χαμογελώντας, σαν να του έλεγε: Ευτυχώς για σένα, τα κατάφερες την τελευταία στιγμή. 
Ο Νικήτας κοιτούσε εντυπωσιασμένος το πλήθος των ανθρώπων που κινούνταν σε μια ακατανόητη γι αυτόν συνύπαρξη, με διαφορετικά αντικείμενα εργασιών σε μια τόσο μεγάλη έκταση του λιμανιού. Ξύλινα χειρήλατα καρότσια διαφόρων μεγεθών διασταύρωναν τις πορείες τους με έφιππους πάνω στην πολύβουη προβλήτα, ενώ τα ημίψηλα καπέλα που φορούσαν ευθυτενείς κύριοι με φράκο, μπερδεύονταν στο εμπορικό τοπίο με τα φέσια και τις βράκες των εργατών που με ροζιασμένα χέρια σήκωναν το βάρος των εμπορευμάτων. Έλληνες, Σέρβοι, Εβραίοι, Αυστριακοί, Γερμανοί, Ολλανδοί και Γάλλοι, ήσαν ένα κράμα εμπόρων που συνυπήρχαν στην ανθούσα οικονομικά πόλη. Στρατιώτες, τελωνιακοί, εργάτες μεταφορών, ναύτες, καθαριστές, περίεργοι, κάρα με αγωγιάτες, τεχνίτες γερανών, κατασκευαστές όλων των ειδικοτήτων, μπλέκονταν όλοι μεταξύ τους με κινήσεις που είχαν αφετηρία και προορισμό στις εργασίες τους, σαν τα μυρμήγκια. 
Ο Ζώσιμος σήκωσε το χέρι του δείχνοντας αρχικά αμίλητος τα κτήρια που δέσποζαν μπροστά στο λιμάνι, έχοντας διάθεση να διασκεδάσει την περιέργεια του Νικήτα. Ήταν η πρώτη ξενάγηση, χωρίς να δώσει πολλές πληροφορίες, για ότι έβλεπε ο νεαρός άντρας. «Αυτή είναι η Τεργέστη. Σε αρκετά από αυτά τα κτήρια θα πάμε. Θα κάνουμε επίσκεψη κάθε μέρα και σε ένα, εκτός από αυτό που θα πάμε πολλές φορές» είπε ο Ζώσιμος, δείχνοντας στην παραλία ένα μεγαλοπρεπές κτίριο, την ώρα που πλησίαζε η άμαξα για να επιβιβαστούν. «Ποιο, αυτό με τον τρούλο;» ρώτησε ο Νικήτας. «Ναι, αυτό με τα αγάλματα στο ύψος της σκεπής και τον τρούλο πιο πάνω, είναι το Παλάτσο (2) Καρτσιώτη»  απάντησε ο Ζώσιμος, συμπληρώνοντας με καμάρι «δικό μας κτίριο, της Ελληνικής κοινότητας. Σε αυτό θα έρθουμε πολλές φορές για τις δουλειές μας». 
Οι ρόδες της άμαξας κύλησαν όταν έσκασε στον αέρα το ανεβοκατέβασμα του καμουτσικιού από τον αμαξά. Τα άλογα υπάκουσαν στο ταυτόχρονο χτύπημα των γκεμιών στα καπούλια τους και ξεκίνησαν να βαδίζουν την στρωτή ανηφοριά του δρόμου. 


(1)Τα μπαλόνια των πλοίων στα πλευρά τους. 


(2) Σχεδιάστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Matteo Pertsch για τον Έλληνα έμπορο Δημήτριο Καρυτσιώτη ή Καρτσιώτη που εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη το 1775, όπου και κατείχε σημαντική θέση στην ελληνική κοινότητα της πόλης. Το 1798 αγόρασε τέσσερα συνεχόμενα ακίνητα και τα διαμόρφωσε στο γνωστό Palazzo Carciotti.Την ίδια χρονιά διαθέτει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την ίδρυση της Σχολής Καρυτσιώτη στην γενέτειρά του, τον Άγιο Ιωάννη Κυνουρίας. Πέθανε άτεκνος το 1819 σε ηλικία 78 ετών, με τις δωρεές του να μην περιορίζονται μόνο στην Τεργέστη, αλλά και σε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια της Ελλάδος. Ο ανιψιός του Προκόπιος Καρτσιώτης, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1820 στην Τεργέστη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου