Το τέλος του 2013 και η αρχή του επόμενου χρόνου, υπήρξε για μένα ένα σημαντικό διάστημα πέντε και πλέον μηνών, που βρέθηκα να ταξιδεύω μέσα στον αρχαίο λόγο του Αισχύλου. Τα ενδιαφέροντά μου για την σύγχρονη επιστήμη καθώς και η αγάπη μου προς την αρχαία γραμματεία, βρήκαν έκφραση μέσα από αυτό το σπουδαίο κείμενο.
Διάφοροι προσωπικοί λόγοι, που στάθηκαν εμπόδιο να συμμετάσχω σε μια παράσταση ενσαρκώνοντας τον ρόλο του Προμηθέα, μου προσέφεραν ως αντιστάθμισμα την διαδρομή ενός ταξιδιού μέσα σ' αυτό το έργο, και κατά συνέπεια ένα συναρπαστικό ταξίδεμα κοντά στην ψυχή μου.
Έχω στον νου μου κάποια στιγμή να οδηγηθεί η μετάφραση σε παράσταση, αλλά έχω μάθει ότι για όλα όσα συμβαίνουν, οφείλουμε να εμπιστευόμαστε τις συγχρονικότητες που μας αποκαλύπτονται ως ώριμη στιγμή για να έχει ουσία η προσφορά κάθε συν-δημιουργίας.
Παραθέτω το πλαίσιο προσέγγισης του έργου, που προλογίζει το βιβλίο του ταξιδιού μου, στον κόσμο του μεγάλου μας τραγικού Ποιητή.
Διάφοροι προσωπικοί λόγοι, που στάθηκαν εμπόδιο να συμμετάσχω σε μια παράσταση ενσαρκώνοντας τον ρόλο του Προμηθέα, μου προσέφεραν ως αντιστάθμισμα την διαδρομή ενός ταξιδιού μέσα σ' αυτό το έργο, και κατά συνέπεια ένα συναρπαστικό ταξίδεμα κοντά στην ψυχή μου.
Έχω στον νου μου κάποια στιγμή να οδηγηθεί η μετάφραση σε παράσταση, αλλά έχω μάθει ότι για όλα όσα συμβαίνουν, οφείλουμε να εμπιστευόμαστε τις συγχρονικότητες που μας αποκαλύπτονται ως ώριμη στιγμή για να έχει ουσία η προσφορά κάθε συν-δημιουργίας.
Παραθέτω το πλαίσιο προσέγγισης του έργου, που προλογίζει το βιβλίο του ταξιδιού μου, στον κόσμο του μεγάλου μας τραγικού Ποιητή.
ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΚΕΨΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ
ΕΡΓΟΥ
Λέγεται πως όλα έχουν ειπωθεί από τον
πολιτισμό της περιόδου που άνθισε κατά τους κλασσικούς χρόνους στην Μεσόγειο,
με σκεπτόμενους μέσα από την Ελληνική γλώσσα. Πράγματι είναι αξιοθαύμαστη η
εμβάθυνση της σκέψης του
αρχαιοελληνικού πολιτισμού στην ουσία
των παρατηρήσεων όλων των επιστημών, για την χαρακτηριστική της άνεση να
επικεντρώνεται στην γενεσιουργό αιτία του κάθε επιφαινόμενου. Θα λέγαμε ότι με
τον σπερματικό του λόγο, αυτός ο
πολιτισμός, άγγιξε την ουσία της ίδιας της ζωής.
Αντίστοιχος λόγος εκφράζεται και από τον Αισχύλο, στο θεατρικό του έργο
«Προμηθέας Δεσμώτης».
Η προσωπική μου σχέση με την αρχαία
γραμματεία, εκτός από το φιλοσοφικό ενδιαφέρον μου για αυτήν, εστιάζεται και
στον ποιητικό λόγο, μέσα από την θεατρική ερμηνεία αρχαίων κειμένων, που τα
τελευταία χρόνια λειτουργώ. Πάντα επισκεπτόμουν τα πρωτότυπα κείμενα για να
αντλήσω πληροφορίες σχετικά με την αίσθηση του αρχαίου λόγου, πέρα από την
μεταφραστική εκδοχή που θα ερμήνευα. Τώρα όμως, σε αυτό το κείμενο του
Αισχύλου, αισθάνθηκα ώριμη την στιγμή να εκθέσω την προσέγγιση μου, στον
πρωτογενή λόγο του ποιητή. Από παλιά θεωρούσα ότι το έργο «Προμηθέας Δεσμώτης»
ξεχώριζε στην αρχαία γραμματεία, για δύο λόγους. Αφενός για τη δομή τοu, μιας και η Κάθαρση της Ύβρης που παράγεται μέσα από
δράσεις των ηρώων απουσιάζει. Αφετέρου για την αντιπαλότητα, η οποία φεύγει από
την χθόνια ζωή και μεταφέρεται με μια συμπεριφορική αντιστοιχία των θνητών,
στην θεϊκή. Οι Θεοί στους διαλόγους τους, με απλό λόγο, ανταλλάσσουν υψηλά
νοήματα για ζητήματα που αφορούν στις ανθρωπόμορφες φύσεις τους, καθώς και
πληροφορίες Κοσμογονίας -έννοιες, που ίσως συγκαλυμμένα θέλησε να βάλει ο
Αισχύλος στα χείλη της θεατρικής υπόκρισης για όσα ο ίδιος πίστευε ή και γνώριζε
από την μύησή του στα Ελευσίνια Μυστήρια. Ένα σημείο δυσνόητο, από αυτά που μας
αφήνει ως ίχνη πληροφοριών ο Αισχύλος, είναι και οι τρεις στίχοι που βρίσκονται
στην συνέχεια της 1051 αρίθμησης, όπου ο Προμηθέας αναφέρει για τον εαυτό του
πως έστω κι αν ο Ζεύς ρίξει το σώμα του “στης υλικής του ανάγκης την δύνη” στον
Τάρταρο, εκείνος δεν πεθαίνει. Εδώ θα πρέπει, αν
δεν θέλουμε να προσπεράσουμε χωρίς παρατήρηση την σκέψη αυτή, να την πλησιάσουμε με
το φιλοσοφικό ιδεολόγημα του Παρμενίδη σχετικά με το ατρεμές ακίνητο, δηλαδή
την ουσία της ζωής, που έτσι και αλλιώς αναζητεί η επιστήμη ως γενεσιουργό
αιτία (;) των πάντων, και η οποία στην έκφανσή της σε ζωή που αντιλαμβανόμαστε,
περιλαμβάνει την Ανάγκη ως Νόμο στην αλληλεπίδραση των πάντων γύρω μας.
Ενσκήπτοντας στο αρχαίο κείμενο και
αναζητώντας την σύγχρονη προβολή των λόγων του Αισχύλου στην σημερινή σκέψη,
πέρασα από αντιφατικά συναισθήματα, σε σχέση με την ελληνική γλώσσα. Αρχικά
λυπήθηκα με την λεξιπενία της σημερινής σκέψης μας, που χρειάζεται λεκτικές
περιφράσεις για να αποδώσει μία και μόνο αρχαία λέξη. Από την άλλη, αναθάρρεψα
και χάρηκα με την ευπλαστότητα της ελληνικής γλώσσας, που όντας ζωντανή σήμερα,
επιτρέπει λογοπλασίες που καλύπτουν το εννοιακό λεξικό κενό της εκπαιδευμένης
γλωσσικής μας συνήθειας. Η αρχική αίσθηση για την έλλειψη λέξεων που θα
αποδώσουν τα αρχαία νοήματα στην νεολληνική, τελικά ήταν φαινομενική, μιας και
η ελληνική γλώσσα είναι ζωντανή και επαφίεται σε εμάς η επιλογή να
καταναλώνουμε μέσω αυτής την άγνοιά μας, ή να δημιουργούμε εφαλτήρια παιδείας
μέσω αυτής. Αυτή η διαπίστωση με έκανε να ακυρώσω την πρώτη περιφραστική και
ποιητικά αυθαίρετη απόπειρα μεταφοράς του αρχαίου κειμένου στον σημερινό λόγο,
και να ξεκινήσω ένα δεύτερο ταξίδι στο εννοιακό βάθος των λέξεων, για να
υπηρετήσω με δωρική ισοστίχιση τον ποιητικό λόγο.
Μέσα από την ισοστιχισμένη πλέον
απόδοση, και καθώς μαγεύτηκα από την ακριβολογία συναισθημάτων και θέσεων
σκέψης που υπήρχαν στο αρχαίο κείμενο, στους διαλόγους που διαμείβονταν μεταξύ
των ηρώων, διαπίστωσα ότι το φιλοσοφικό περιεχόμενο του λόγου δεν έχανε στο
ελάχιστο τα στοιχεία της λαϊκής του τέχνης. Έτσι θέλησα να επικεντρωθώ, πέρα
από την προφανή σαφήνεια για την παρακολούθηση των τεκταινομένων, στα νοήματα
που ιχνηλατούσα κατά την μετάφραση, χωρίς να προσθέτω δικές μου αυθαίρετες
εκδοχές για αυτά.
Όταν διαβάζουμε μία απόδοση ενός
αρχαίου έργου σε άλλο γλωσσικό τοπίο, πίσω από τα πρωτότυπα μεταφραστικά λόγια,
βρίσκεται το πρόσωπο του μεταφραστή, που λειτουργώντας ως καθρέπτης, αναπαράγει
στα γραφόμενά του, τόσο την προσωπική του θεώρηση, όσο και την κοινά αντιληπτή
εικόνα, για το αρχικό κείμενο. Σε αυτήν την μεταφραστική μου προσέγγιση, θέλησα
να υπάρξω όσο το δυνατόν αθέατος, επιδιώκοντας την ουσιαστικότερη μεταφορά του
αρχικού λόγου του Ποιητή, μιας και η καλλιέπεια των εκφράσεων που θα έδιναν
αίγλη στην γραφή μου, έκρινα ότι θα ήταν καταχρηστική προς την δωρικότητα του Αισχύλειου
φιλοσοφικού λόγου. Μα τούτα, θα τα διαπιστώσει ο αναγνώστης κατά την μελέτη του
έργου.
Ένα ακόμα θέμα που σχετίζεται με την
συνεπή μεταφραστική απόδοση, αφορά στο περιεχόμενο του αρχαίου κειμένου. Άραγε
τολμάμε να διαβάσουμε τις αρχαίες λέξεις έτσι όπως τα λεξικά τις αποδίδουν;
Θεωρούμε πρέπον να αποδώσουμε το μέγεθος της ανταλλαγής ειρωνείας ή ύβρεων
μεταξύ των ηρώων, έτσι όπως τις διαβάζουμε στο πρωτότυπο; Μεταφέρουμε αυτό που
είναι ή αυτό που θέλαμε να είναι; Οι απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα, σε
ότι αφορά στο συγκεκριμένο έργο, ίσως να σχετίζονται με την ερμηνεία της σχέση
μας με το θείο. Η τωρινή απορία μας, στο «πώς» μπορούσαν να μιλούν με αυτόν τον
τρόπο για θεούς, για τα σημερινά δεδομένα που ο Θεός δεν είναι στο ύψος του
ανθρώπου, κρίνεται βλάσφημος. Για τα δεδομένα όμως της αρχαίας Ελλάδας, που τα
αγάλματα των θεών ήταν στο ύψος των ανθρώπων, αυτό που σήμερα φαίνεται
αιρετικό, τότε ήταν δυνατόν να εκφραστεί δημόσια. Πράγματι είναι αξιοθαύμαστο
ότι η ποιητική σκέψη, δίπλα στα ιερά των Θεών, μπορούσε να αμφισβητεί τους ίδιους
τους Θεούς. Στο συγκεκριμένο κείμενο του Αισχύλου, τα λόγια του Προμηθέα
εκφράζουν συχνά έντονες κατακρίσεις για την ορθοβουλία του Δία, φτάνοντας στην
στιχομυθία του με τον Ερμή, [στίχος 982-983], να αναφέρει την σχέση του με τον
Δία σαν μπλέξιμο με κοπριές. Μα η αμεσότητα του Αισχύλειου λόγου δεν είναι μόνο
φραστική, είναι και εννοιακή. Στους διαλόγους των θεών, σύνθετες φιλοσοφικές,
κοσμολογικές και εξελικτικές έννοιες, δίδονται άμεσα και γίνονται κατανοητές σε
κάθε επισκέπτη της τότε Αγοράς, αποτελώντας αρχικά ερεθίσματα για αντίστοιχες
σκέψεις.
Μία ακόμα συναισθηματική αμεσότητα του
αρχαίου λόγου, διαπίστωσα στα διαφοροποιημένα επιφωνήματα της Ιούς, όταν αυτή ταλαιπωρείται
από τον οίστρο, το μυγοκέφαλο βογγούρι. Για να κατανοήσουμε την αφθονία των επιφωνημάτων,
ιδιαίτερα για την ερμηνεία του ρόλου της Ιούς, χρειαζόμαστε πληροφορίες που
αφορούν στην έκφραση της ζωικής απόγνωσης, καθώς το συγκεκριμένο έντομο κατά το
τσίμπημά του αφήνει τα αυγά του στο αίμα του ζώου, που ταξιδεύουν όταν
επωάζονται μέσα σε αυτό, για να γίνουν προνύμφες κάπου στη ράχη του ζώου,
σκίζοντας τις σάρκες του με φρικτούς πόνους. Ως εκ τούτου, για τα
διαφοροποιημένα επιφωνήματα της Ιούς, κατά την μεταφορά τους στην νεοελληνική
γλώσσα, ίσως δεν είναι αρκετή η ισότονη αντιστοίχιση με το γενικόμορφο
«αλίμονο», για να δώσει τις διαστάσεις των επιφωνημάτων του αρχαίου λόγου.
Στην απόδοση του αρχαίου κειμένου που
επεχείρησα, τέτοιες λεπτές διαφοροποιήσεις του λόγου, συχνά με απασχόλησαν, καθόσον
είχα κατά νου το μεταφραστικό αυτό έργο, εκτός του να διαβάζεται, να μπορεί και
να παίζεται, μιας και στο θέατρο δεν παίζονται οι ιδέες, αλλά η ζωή που τις
περιλαμβάνει. Όμως και εδώ, σε αυτή μου την επιθυμία, η ισοστίχιση του κειμένου
και η ακριβής έννοια των μεταφερόμενων λέξεων, ήταν το κύριο μέλημά μου, καθώς
δεν θα μπορούσα να αλλοιώσω το κείμενο, για να αποκτήσει επιπλέον περιεχόμενο,
που θα ευνοούσε ίσως την θεατρική του παρουσίαση. Έτσι, λειτούργησα με κάποιες
λογοπλασίες που συνταίριαζαν στην πολυπλοκότητα των εννοιών του Ποιητή κατά την
μεταγραφή τους στον σύγχρονο λόγο, κρατώντας το ύφος που όριζε η πρωτογενής
γραφή ως οδηγία προς τους υποκριτές που θα το αποδώσουν. Η γραμματική
λειτουργία των αποστρόφων ηθελημένα καταστρατηγήθηκε σε κάποια σημεία, καθώς
και ορισμένα σημεία της στίξης, για να δοθούν παύσεις των νοημάτων κατά την
εκφορά του λόγου.
Ο Αισχύλος, όπως όλοι οι σπουδαίοι
Ποιητές, χαρακτηρίζεται μεγάλος γιατί ανά τους αιώνες επισκεπτόμαστε τον
λόγο του, ιχνηλατώντας τον πόρο στην απορία μας, για ό,τι νιώθουμε πως δεν
βολεύει την ψυχή μας, που με την αρχαία ερμηνεία της λέξης της, σημαίνει
και την σκέψη και το συναίσθημά μας.
Η παρακολούθηση του Προμηθέα Δεσμώτη,
έχει την δυνατότητα να ικανοποιήσει τις σκέψεις που ενδιαφέρονται για την
εξέλιξη της υπόθεσης στο θεατρικό δράμα, αλλά προσφέρεται και για να δώσει
ερεθίσματα για υψηλότερους συσχετισμούς σκέψης. Και όπως η φυσική επιστήμη
ενσκήπτει στην Προσωκρατική φιλοσοφία αναζητώντας επαλήθευση των ερευνών της
στον κβαντισμένο μικρόκοσμο, κάπως έτσι και εμείς, οφείλουμε να αναζητούμε στην
αρχαία γραμματεία, τις έννοιες που θα αναδομήσουν τις υφιστάμενες λανθασμένες
μας πεποιθήσεις για την ερμηνεία του Κόσμου.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταβατική
περίοδο κρίσης του παγκόσμιου πολιτισμού, που αναζητά διακαώς νέα φιλοσοφική
τροφοδότηση για να δημιουργήσει ένα πιο στέρεο βιώσιμο μοντέλο για την
λειτουργία του. Η δική μου αίσθηση που απορρέει από την παρατήρηση σπουδαίων
σκέψεων, στο χώρο της φιλοσοφίας αλλά και των θετικών επιστημών, είναι ότι ο
επαναπροσδιορισμός μας θα πρέπει να είναι σαρωτικά πατροκτόνος. Βρισκόμαστε στα
πρόθυρα μιας υποχρεωτικής Τιτανομαχίας που αναβάλλουμε συνεχώς, διατηρώντας και
εξωραΐζοντας σαθρές και λανθασμένες αντιλήψεις ερμηνείας του Κόσμου, φοβούμενοι
την πατροκτονία των αξιών της σκέψης, που μας περιορίζουν σε πανανθρώπινους
παρωχημένους θεσμούς.
Τέλος, κρίνω πως όλοι έχουμε την ανάγκη μιας
καταδίωξης της σκέψης μας, μέσα από έναν αυτο-επινενοημένο οίστρο, που
θα μας περιπλανήσει με εκτροπή στα δικά μας άγνωστα μέρη, για να βιώσουμε ως
κατάκτηση την προσωπική μας Οδύσσεια, που σαφώς δεν συγκρίνεται με αυτήν άλλων
ανθρώπων, μιας και μια σύγκριση του δικού μας ταξιδιού με άλλα ταξιδέματα
γνώσης, ενδεχομένως σημαίνει πως ίσως, ποτέ δεν κόψαμε τον κάβο μας και ως
πλάνητες, πλήρεις πληροφοριών, φανταστήκαμε πως ταξιδέψαμε στη γνώση.
Κώστας Ζωγραφόπουλος